του Θάνου Καμήλαλη

Αρχικά να ευχαριστήσουμε τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, για την έμμεση παραδοχή του ότι και υπάρχει παρακράτος και υπάρχει παρακράτος «που φορά δεξιό προσωπείο» (εγώ θα το έλεγα ακροδεξιό αλλά όπως πιστεύει ο καθένας). «Μετα την τιμωρία της Χρυσής Αυγής έχει έρθει και η ώρα να αντιμετωπίσουμε την άλλη όψη του παρακράτους, αυτού που αυτή τη φορά φορά αριστερό προσωπείο. Και ο φασισμός μπορεί να αλλάζει χρώματα αλλά έχει την ίδια ουσία» δήλωσε ο Μητσοτάκης, κατά την σύσκεψη που είχε με τους πρυτάνεις των Πανεπιστημίων. Λίγες ώρες νωρίτερα, ο υπουργός του Άδωνις Γεωργιάδης, έκανε λόγο για «κόκκινη Χρυσή Αυγή», όχι μόνο στρεφόμενος «στο άλλο άκρο» αλλά βάζοντας του και χρώμα, λες και ο φασισμός είναι ανοιξιάτικη κολεξιόν.

Υπάρχει μία αγωνία στην μητσοτακική Νέα Δημοκρατία και τις παραφυάδες της, μετά την ιστορική καταδίκη της Χρυσής Αυγής, η ατζέντα περί φασισμού να μεταφερθεί αλλού. Δεν ξέρω αν κάτι πήγε λάθος στις εκτιμήσεις για την απόφαση του δικαστηρίου, ή αν δεν περίμεναν τη μαζική καταδίκη του φασισμού από σύσσωμη την κοινωνία, που εκδηλώθηκε πρώτα με το διαδικτυακό «δεν είναι αθώοι» και στη συνέχεια με τη συγκέντρωση δεκάδων χιλιάδων ατόμων στο Εφετείο, τη μεγαλύτερη κινητοποίηση από την περίοδο του δημοψηφίσματος.

Είναι μία αγωνία κατανοητή και από πολιτική σκοπιά. Σου λέει «ώπα, αυτοί ενώθηκαν απαιτώντας κάτι κοινό. Τι θα γίνει αν αύριο μαζευτούν ενάντια στην αστυνομική βία, ή τη Διαφθορά, ή την οικονομική κρίση που προκαλεί ήδη η πανδημία;». Και κάπως έτσι βγήκε το ψέμα για «τις πλατείες του λαϊκισμού» και τα δημοσιεύματα για «την πάνω πλατεία που μπήκε φυλακή», ολοκληρωτικά fake news, καθώς την ώρα που ο κόσμος διαδήλωνε ενάντια στα μνημόνια η Χρυσή Αυγή έκανε πογκρόμ κατά μεταναστών. Ο αποτροπιασμός για τα τρικάκια του Ρουβίκωνα ήταν κάπως πασέ, αλλά ο τραμπουκισμός με την εικόνα – ντροπής εναντίον του Πρύτανη στην ΑΣΟΕΕ έδωσε στην κυβέρνηση την ευκαιρία που έψαχνε.

Από ένα θέμα που καταδικάστηκε μαζικά από σύσσωμη την αριστερά, εντός και εκτός Κοινοβουλίου, αλλά και φωνές στον χώρο της αναρχίας, φτάσαμε πολύ γρήγορα στα νέα καουμποϊλίκια Χρυσοχοϊδη περί επικήρυξης, στις αντιστόρητες και σχεδόν εμφυλιοπολεμικές δηλώσεις Μητσοτάκη και Γεωργιάδη, αλλά και στην αφορμή που έψαχνε η κυβέρνηση να βάλει την ΕΛ.ΑΣ μόνιμα μέσα στα Πανεπιστήμια.

Ανεξάρτητα από το τι πιστεύει κανείς για την κατάσταση των Πανεπιστημίων και το πόσο σοκάρεται με υποθέσεις όπως του Πρύτανη, θα πρέπει, σοβαρά και όχι με επίκληση στο συναίσθημα, να εξηγήσει πώς και γιατί είναι καλή ιδέα να βάλουμε αυτήν την ΕΛ.ΑΣ που παρακολουθούμε εδώ και ενάμιση χρόνο, που δέρνει οικογένειες, πολίτες σε καφετέριες, διαδηλωτές, μαθητές και χτυπάει, όπως καταγγέλλουν και αυτόπτες μάρτυρες, πεντάχρονα, μέσα στα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Πρέπει να εθελοτυφλεί κάποιος εγκληματικά πολύ για να μην δει ότι κάτι τέτοιο θα προκαλέσει ακόμα περισσότερες εντάσεις και βία κατά των φοιτητών, μαζί με την καταστολή πολιτικών πρωτοβουλιών και φοιτητικών διεκδικήσεων. Το έχουμε δει ήδη, με τον αστυνομικό που τράβηξε όπλο μέσα στην ΑΣΟΕΕ και τις επιθέσεις των ΜΑΤ σε φοιτητές μέσα και έξω απο το Πανεπιστήμιο για το οποίο γίνεται τόσος ντόρος.

Αλλά φυσικά, κανενα ενδιαφέρον δεν έχει η κυβέρνηση για την κατάσταση των δημοσίων Πανεπιστημίων, όπως δεν είχε κανένα ενδιαφέρον και όταν καταργούσε το άσυλο. Αν είχε, δεν θα μείωνε τη χρηματοδότησή τους, κατά 8 εκατομμύρια, εν μέσω μάλιστα και της πανδημίας και των αυξημένων αναγκών που προκαλεί αυτή σε προσωπικό και στην τηλεκπαίδευση (ενδεικτικά η ανακοίνωση 13 σημείων της Συγκλήτου του ΕΚΠΑ εδώ). Και κανένα ενδιαφέρον δεν έχει για την πάταξη του παρακράτους, που προϋποθέτει εκ φύσεως τους δεσμούς με το επίσημο κράτος και παραδέχθηκε ο Μητσοτάκης. Ο Ρουπακιάς είπε το «δικός σας είμαι» σε αστυνομικούς και κυκλοφορούσε σαν κύριος στη ΓΑΔΑ. Στη ΓΑΔΑ όπου οι χρυσαυγίτες που πήγαν να δολοφονήσουν τους Αιγύπτιους ψαράδες άλλαζαν μπλουζάκια. Με τον Γενικό Γραμματέα της κυβέρνησης Σαμαρά, Τάκη Μπαλτάκο, συνομιλούσε ο διευθυντής εγκληματικής οργάνωσης, Κασιδιάρης. Ο τρομονόμος, το άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα, που διαρκώς επεκτείνεται, δεν χρησιμοποιήθηκε κατά των χρυσαυγιτών. Οι δράστες της επίθεσης στον Πρύτανη επικηρύχθηκαν και όχι ο αρχιναζιστής Χρήστος Παππάς, ούτε στο παρελθόν ο «Περίανδρος». Θύματα αστυνομικής βίας καταλήγουν στα νοσοκομεία βαριά τραυματισμένα, όχι «κόκκινου φασισμού». Οι ΜΑΤατζήδες παραμένουν χωρίς τον στοιχειώδη δημοκρατικό έλεγχο των διακριτικών στις στολές και χωρίς να λογοδοτούν για ξυλοδαρμούς, όχι αντιεξουσιαστές που συλλαμβάνονται και δικάζονται για το οτιδήποτε, ή συλληφθέντες κινητοποιήσεων που φορτώνονται τον μισό Ποινικό Κώδικα κι έπειτα αθωώνονται καθώς οι κατηγορίες είναι ανυπόστατες.

Το αν η κυβέρνηση θέλει να πουλήσει κάτι άλλο σε οπαδούς που κάπως δυσαρεστήθηκαν με την καταδίκη των χρυσαυγιτών, στο ακροδεξιό της κοινό, σε όσους κασετοφωνίζουν τη θεωρία των δύο άκρων ή απλά σε όσους δυσαρεστούνται με τη διαχείριση της πανδημίας είναι δικό της πρόβλημα. Το να μην ξεπλένεται ο φασισμός όταν εξισώνονται αισχρές «δράσεις» ή τρικάκια με μαχαιροβγάλτες δολοφόνους, το να μην μένει στο σκοτάδι το πολύ συγκεκριμένο «παρακράτος» ή έννοιες συγκεκριμένες να μην θολώνονται και να μην εργαλειοποιούνται για περαιτέρω ενίσχυση ενός βίαιου δόγματος καταστολής αντιδράσεων, δική μας ευθύνη.