Στην κατάληψη της Νοταρά 26 στα Εξάρχεια, φιλοξενούνται εδώ και πολλά χρόνια κατατρεγμένοι άνθρωποι, που γυρεύουν μια στέγη για να πατήσουν και πάλι στα πόδια τους και να συνέλθουν. Άνθρωποι όλων των ηλικιών έχουν δραπετεύσει τα τελευταία χρόνια από το Ιράν, προσπαθώντας να απαλλαχθούν  από το αυταρχικό καθεστώς, που φυλακίζει και σκοτώνει.

«Μας έδωσαν 15 ημέρες προθεσμία, η Ν26 υπάρχει 1500 ημέρες»

«Στο Ιράν έχουμε δικτατορία»

Ο Μεισάμ, 36 ετών, είναι άνθρωπος που έδωσε στο Ιράν μάχη για τα δικαιώματα των εργαζομένων και  μπήκε στις γραμμές του κινήματος. Για τον λόγο αυτό αναγκάστηκε να φύγει από το Ιράν, καθώς είχε στις «πλάτες» του δύο δικαστήρια και ήταν αντιμέτωπος με συνολικά 34 χρόνια φυλάκισης, από την κυβέρνηση την οποία χαρακτηρίζει κατηγορηματικά «δικτατορία» που δεν αφήνει περιθώρια δράσης σε όσους την αντιπολιτεύονται.

«Ξέρεις, στο Ιράν έχουμε δικτατορία και στην ουσία είναι απαγορευμένο να συμμετέχεις σε κάποιο κίνημα ή κόμμα που είναι κατά της δικτατορίας. Δεν είναι υπερβολή, πρόκειται για δικτατορία 100%, μου επέβαλαν συνολικά 34 χρόνια φυλάκισης λόγω της δράσης μου σε κινήματα υπέρ των εργατών και των κοινωνικών μου δράσεων. Τα δύο δικαστήρια συνέπεσαν και μου δόθηκε η δυνατότητα να διαφύγω από τη χώρα, είχα καταλάβει πως δεν μπορούσα να μείνω άλλο εκεί γιατί σε περίπτωση που πήγαινα στις δίκες, σίγουρα θα με φυλάκιζαν, λόγω των πολιτικών μου φρονημάτων».

Ο Μεισάμ έχει υποστεί βασανιστήρια «επειδή δεν ήμουν “σωστός” για τη δικτατορία». Τον έχουν κρεμάσει σε κελί από τα πόδια σε ταβάνι και στη συνέχεια τον έχουν ξυλοκοπήσει, του έχουν σπάσει τα δάκτυλα του ποδιού του σε ανάκριση επειδή αρνούνταν να δώσει τις απαντήσεις που ήθελαν οι βασανιστές τους.

Τα ψυχολογικά βασανιστήρια ήταν για τον ίδιο εξίσου επώδυνα: «Με είχαν πετάξει μόνο μου σε ένα κατασκότεινο δωμάτιο. Ειλικρινά, δεν ξέρω αν έκατσα εκεί για ώρες ή μέρες, έχανες την αίσθηση του χρόνου εκεί χωρίς φαγητό, χωρίς  να μιλάς σε κάποιον. Απλά άκουγα όλη την ώρα κάτι σαν μελωδία που επαναλαμβανόταν συνέχεια. Ήταν απλά το ίδιο πράγμα που επαναλαμβανόταν, σαν ψυχολογικό βασανιστήριο».

Όσο μου μιλούσε για αυτές τις ώρες στο σκοτεινό δωμάτιο, το βλέμμα του ήταν στραμμένο στο πάτωμα. Όχι όπως όταν μου περιέγραψε τα βασανιστήρια που του έκαναν και μου έλεγε με χαμόγελο ότι πονούσε αλλά δεν το έβαζε κάτω «γιατί φίλε μου τους έβλεπα στα μάτια και σκεφτόμουν ότι δεν πρέπει να ξέρουν πως τους φοβάμαι». Όχι όμως στο σκοτεινό δωμάτιο, «όχι εκεί, δεν ξέρω που ήμουνα».

Τα βασανιστήρια που πέρασε τα θεωρεί «φυσιολογικά», αφού στην ίδια μοίρα με αυτόν βρέθηκαν και βρίσκονται χιλιάδες άνθρωποι. «Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, χιλιάδες άνθρωποι στο Ιράν είναι φυλακισμένοι και περνάνε από βασανιστήρια. Το σημαντικό δεν είναι να μιλήσω για όσα πέρασα, αλλά να καταλάβει ο κόσμος τι ακριβώς συμβαίνει τώρα στο Ιράν. Φυλακίζουν αθώους ανθρώπους απλά επειδή είναι Κούρδοι ή Άραβες. Τα ΜΜΕ τους συγκαλύπτουν, προσπαθούν να κάνουν πλύση εγκεφάλου στον κόσμο. Ο ψυχολογικός πόλεμος από τη δικτατορία και τα όργανα της είναι μερικές φορές χειρότερος και από τα βασανιστήρια».

Όταν η συζήτηση έρχεται στην οικογένεια του, γνέφει αμήχανα επειδή «η δικτατορία τους έχει πάρει τα διαβατήρια και δεν τους επιτρέπει να φύγουν από τη χώρα». Μου είπε ότι απείλησαν την οικογένεια του, αφού είχαν καλέσει τη σύζυγο  του στο τηλέφωνο του σπιτιού τους την ώρα που εκείνος έλειπε και της είπαν «πρόσεχε μήπως τα παιδιά σου έχουν κάποιο “ατύχημα” όταν επιστρέφουν από το σχολείο».

«Θα γυρίσω για να παλέψω στην Ελλάδα»

Τον βλέπω να χαιρετά κόσμο που μπαίνει και βγαίνει από την κατάληψη της Νοταρά και τον ρωτάω αν θέλει να μείνει εδώ και να φέρει την οικογένεια του. Χωρίς να χάσει το χαμόγελο του, απαντά πως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. «Η γυναίκα μου αντιμετωπίζει ένα πολύπλοκο και σοβαρό πρόβλημα υγείας (MS) και υπάρχουν χώρες όπως η Σουηδία και η Γερμανία που έχουν γιατρούς οι οποίοι μπορούν να το αντιμετωπίσουν, οπότε στόχος μας είναι να ζήσουμε σε κάποια από αυτές τις χώρες, όχι να μείνουμε στην Ελλάδα».

Τον ρωτάω για τα όσα έχει ζήσει στην κατάληψη της Νοταρά και τα Εξάρχεια και με καθαρό βλέμμα μου λέει πως θέλει να ξαναβρεθεί στους αγώνες, δίπλα στους ανθρώπους που τον στήριξαν. «Θέλω να ξαναβρεθώ στην Ελλάδα με ανθρώπους αλληλέγγυους που παλεύουν ο ένας για τον άλλον. Όπου και να βρεθούμε σε αυτόν τον κόσμο, είμαστε όλοι άνθρωποι που πολεμάνε τον ιμπεριαλισμό».

«Θέλω να παλέψω για το κίνημα»

Ο Μπεχνάν είναι 26 ετών και ήταν «καρφωμένος» στον διάλογο που είχα με τον Μεισάμ. Ένευε συνεχώς σε κάθε του κουβέντα που έλεγε για την δικτατορία του Ιράν. Τον σκούνταγε στο μπράτσο κάθε φορά που αναφερόταν στα βασανιστήρια που έζησε και όταν ο Μεισάμ αναφερόταν στη σύζυγο και τα παιδιά του, ο Μπεχνάμ τον κοίταζε με τρόπο τόσο ανθρώπινο και οικείο, με ένα ύφος που «έλεγε» ότι είναι δίπλα του.

Όταν απευθύνθηκα σε αυτόν και  του είπα «είναι η σειρά σου να μιλήσεις», με κοίταξε με «επίσημο» ύφος. «Ναι είμαι εντάξει, ρώτα ό,τι θες», μου είπε όταν προσπάθησα να του πω να χαλαρώσει. Πριν κάνω την πρώτη ερώτηση, με πρόλαβε και μου μίλησε για τους λόγους που έφυγε από το Ιράν.

«Έφυγα γιατί αντιμετώπιζα πολλά προβλήματα με την ιρανική κυβέρνηση επειδή ήμουν πολιτικά ενεργός. Ήμουν μέλος πολιτικών και εργασιακών κινημάτων, ήμουν μέλος κουρδικού κινήματος. Πριν έρθω εδώ δεν ήξερα τίποτα για την αναρχική ιδεολογία. Όταν ήρθα στα Εξάρχεια κατάλαβα ότι οι ιδέες μου ταίριαζαν με το αναρχικό κίνημα στην Ελλάδα.

Κατά κάποιο τρόπο αναγκάστηκα να εγκαταλείψω το Ιράν, ήθελα να είμαι άνθρωπος που κινητοποιείται και στέκεται δίπλα στους συνανθρώπους του, ήθελα να είμαι ελεύθερος να μάχομαι για να είναι ο κάθε άνθρωπος ελεύθερος, στο Ιράν δεν μπορούσα να είμαι. Θα ήθελα να φύγω από την Ελλάδα και να πάω στη Γερμανία, για να ενταχθώ στο κίνημα που βρίσκεται εκεί και μάχεται υπέρ των ανθρώπων στο Ιράν. Θέλω να παλέψω για το κίνημα ώστε να βοηθήσω.

 

«Στα Εξάρχεια δεν φοβάμαι τους φασίστες»

Ο Αλί είναι 24 ετών και βρίσκεται περίπου ενάμιση χρόνο στην Ελλάδα. Δεν εκδιώχθηκε από το Ιράν, επέλεξε να φύγει επειδή «δεν είχα ποτέ την ελευθερία που θα ήθελα να έχω». Μιλά με κόσμο που έρχεται και φεύγει, πειράζει τα πιτσιρίκια που τρέχουν μέσα στα πόδια μας.

«Μπορείς να με ρωτήσεις ό,τι θες», μου είπε μόλις γύρισα το μαγνητόφωνο προς το μέρος του. Μου είχε πει ότι στο Ιράν σπούδαζε, είχε δουλειά, το αυτοκίνητο και το σπίτι του, οπότε ρώτησα τον λόγο για τον οποίο έφυγε από τη χώρα του. «Όχι, δεν είναι η χώρα μου, μη το βάλεις έτσι. Δεν το νιώθω έτσι», έσπευσε να με διορθώσει.

«Είναι πολλά που δεν ξέρει ο κόσμος για όσα γίνονται στο Ιράν. Για παράδειγμα αυτό που ζουν οι γυναίκες. Τις θεωρούν ανθρώπους δεύτερης κατηγορίας. Τις θεωρούν σχεδόν «πράγματα» και έχουν το δικαίωμα να τις χτυπάνε, να τις κακοποιούν, ακόμα και να τις πουλάνε και να τις αγοράζουν. Αν ο άντρας εκεί έχει 100% δικαιώματα, η γυναίκα έχει λιγότερο από 50% δικαιώματα, αν μπορώ να το θέσω έτσι».

Ο Αλί, όπως και η πλειονότητα των προσφύγων και μεταναστών, ξεκαθαρίζει πως δεν θέλει να μείνει στην Ελλάδα, αφού θέλει να φύγει και να ζήσει αλλού, προκειμένου να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του. Όχι όμως στην Ευρώπη, όπου γνωρίζει ότι οι συνθήκες δεν διαφέρουν ιδιαίτερα σε άλλες χώρες της ΕΕ.

Στο Ιράν δεν ανήκα σε κάποια οργάνωση, δεν αγωνιζόμουν για πολιτικούς σκοπούς. Στην Ελλάδα όμως, εδώ στη Νοταρά νιώθω ότι μπορώ και πρέπει να είμαι πολιτικοποιημένος, να μάχομαι με τους φίλους μου απέναντι σε κάθε καταπιεστή και κάθε δικτατορία για να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε τα πράγματα όλοι μαζί ενωμένοι. Δεν έχει σημασία από ποια χώρα του κόσμου κατάγεσαι ή που βρίσκεσαι, είμαστε όλοι πολίτες που μαχόμαστε ο ένας για τον άλλον απέναντι στις κυβερνήσεις.

Δεν θέλω να μείνω στην Ελλάδα, αν και μου αρέσει  πολύ η χώρα. Στην Ελλάδα δεν μπορείς να βρεις δουλειά εύκολα, όπως έχω διαπιστώσει όσο καιρό βρίσκομαι εδώ αφού δεν βρήκα δουλειά, αλλά δεν νοιάζομαι απλά για να βγάλω λεφτά. Θέλω να συνεχίσω τις σπουδές που ξεκίνησα και δεν μπόρεσα να τελειώσω στο Ιράν. Θα ήθελα να φύγω από την Ευρώπη. Θα προτιμούσα να ζήσω ας πούμε στον Καναδά, αλλά δεν ξέρω ακόμα. Στην Ευρώπη έχω φίλους σε Ισπανία, Γαλλία και Ιταλία. Η κατάσταση είναι περίπου ίδια με την Ελλάδα».

Τον ρωτάω αν έχει φοβηθεί όσο βρίσκεται εδώ στην Ελλάδα και με έκδηλη έκπληξη με ρωτάει «τι εννοείς αν φοβάμαι, τι να φοβάμαι;» Πριν προλάβω να του μιλήσω, με ρωτάει «α! τους φασίστες εννοείς» και μου εξηγεί ότι στα Εξάρχεια νιώθει πιο ασφαλής. «Ναι, η αλήθεια είναι ότι φοβάμαι λίγο με αυτά που έχω δει, έχω δει φασίστες, σε διαδηλώσεις  μας έχουν πετάξει γυαλιά, σκουπίδια, μας έχουν επιτεθεί. Όμως στα Εξάρχεια βλέπω ότι η κατάσταση είναι διαφορετική. Ξέρεις, εδώ δεν βλέπω τόσο πολύ τους φασίστες, βλέπω ότι το 90% των ανθρώπων δεν είναι φασίστες, είναι αλληλέγγυοι και νιώθω πιο ασφαλής. Σε άλλες περιοχές της Αθήνας δεν είναι το ίδιο. Έχουν χτυπήσει άσχημα ένα φίλο μου, όχι δεν είναι το ίδιο με τα Εξάρχεια».