του Θάνου Καμήλαλη

Τίποτα από όσα συμβαίνουν δεν προκαλεί μεγάλη έκπληξη, γιατί εξαρχής, η Επιτροπή συστάθηκε για να ενισχύσει με κάθε τρόπο το αφήγημα περί σκευωρίας. Αμεροληψία de facto δεν υφίσταται, αφού σε τέτοιες διαδικασίες πολιτικά πρόσωπα ελέγχουν αντίπαλα πολιτικά πρόσωπα, απλώς πλέον δεν κρατούνται ούτε τα προσχήματα. Μία υπόθεση που ξεκίνησε από μήνυση του πρώην Πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά και στην οποία έχουν εμπλακεί πολιτικά πρόσωπα της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ «εξετάζεται» από μία πλειοψηφία με κυβέρνηση της ΝΔ που αποφασίζει και διατάζει σε πλήρη αρμονία με το ΚΙΝΑΛ. Κερασάκι στην τούρτα είναι το γεγονός ότι ο εισηγητής της ΝΔ στην Επιτροπή, Θάνος Πλεύρης, πρόσφατα εκπροσώπησε τον Σαμαρά σε δίκη και τώρα εκτελεί χρέη ανακριτή. Την Τρίτη η πλειοψηφία, απέρριψε το αίτημα εξαίρεσης, όπως ήταν αναμενόμενο, εν μέσω καταγγελιών του ΣΥΡΙΖΑ για fast track παράνομες διαδικασίες. Πρώτο πρόβλημα, δομικό,  όπως έχει αποδειχθεί πολλάκις, δεν γίνεται η Βουλή να ελέγχει τη Βουλή.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι ενημερωτικό, το πως μεταδίδονται οι πληροφορίες στους πολίτες για το τι συμβαίνει στην Επιτροπή. Αυτό γίνεται μόνο μέσω διαρροών από τους βουλευτές που συμμετέχουν σε αυτή, διαρροές που φυσικά είναι στοχευμένες και πολύ συχνά αναπαράγονται άκριτα από πολλά ΜΜΕ, ανάλογα με τη δική τους γραμμή. Χωρίς ερωτήματα, χωρίς αναφορές σε αντιφάσεις, χωρίς αμφισβήτηση και έρευνα. Μία κατάσταση που φυσικά βολεύει την κυβέρνηση, που απολαμβάνει κι εδώ τη μιντιακή της υπεροπλία, από τα ίδια μέσα που έσπευσαν εξαρχής να μιλήσουν για σκευωρία και να χαρακτηρίσουν τους προστατευόμενους μάρτυρες ως ανώνυμους και «κουκουλοφόρους». Η αναφορά στην «κουκούλα» προφανώς δεν είναι τυχαία και δημιουργεί αρνητικούς συνειρμούς σε ένα ευρύ ακροατήριο, φιλικό προς τη Δεξιά. Όπως δεν είναι τυχαίο και το κάλεσμα αυτές τις μέρες «να βγουν οι κουκούλες» αντί για το πραγματικό «να αρθεί/να απειληθεί η προστασία τους».

Το τρίτο πρόβλημα είναι όλες αυτές οι αντιθεσμικές μεθοδεύσεις που παρακολουθούμε τις τελευταίες μέρες. Καθώς η Επιτροπή έφτασε στον πραγματικό της στόχο, τους προστατευόμενους μάρτυρες, η πλειοψηφία της φαίνεται αποφασισμένη να καταπατήσει όποιο «εμπόδιο», δηλαδή κανόνα, βρεθεί μπροστά της προκειμένου να τους εξετάσει χωρίς μέτρα προστασίας. Τέτοια εμπόδια είναι για παράδειγμα το έγγραφο του Τμήματος Προστασίας Μαρτύρων της ΕΛ.ΑΣ με σαφείς οδηγίες για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εξεταστούν ο «Μάξιμος Σαράφης» και η «Αικατερίνη Κελέση», οι εμπιστευτικές επιστολές που έστειλαν οι ίδιοι οι μάρτυρες στη Βουλή, εξηγώντας το πώς εξετάστηκαν από τις δικαστικές αρχές και εκφράζοντας φόβους για την ασφάλειά τους, αλλά και φυσικά οι σχετικοί νόμοι σε Ελλάδα και Ευρώπη.

Η σχετική συζήτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κάνει σχόλια για κίνδυνο «ξαφνικής αυτοκτονίας» αν μαθευτούν τα στοιχεία, ωστόσο, ίσως θα πρέπει να είμαστε λιγότερο υπερβολικοί και παράλληλα λιγότερο αφελείς. Μέσα σε όλο αυτό το θεσμικό χάος, ειδικά με τις ενδοεισαγγελικές κόντρες, με πόση ασφάλεια μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η ταυτότητά τους δεν έχει διαρρεύσει, ή έστω ότι δεν υπάρχουν συγκεχυμένες πληροφορίες γι αυτήν ειδικά όταν απέναντί τους βρίσκονται μέλη της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας; Εγώ με όλα αυτά που παρακολουθώ δεν έχω και πολλές ελπίδες, μακάρι να κάνω λάθος.

Αυτό όμως που ίσως να έχει κρίσιμη σημασία για όσους θέλουν να στηρίξουν τη «σκευωρία», είναι η δολοφονία του χαρακτήρα των μαρτύρων και εν τέλει, η εξόντωσή τους, είτε έστω ηθικά είτε και δικαστικά. Είναι πολύ πιθανό οι μάρτυρες να μην είναι αθώοι , η απλά να έχουν διάφορα που θα ήθελαν να κρύψουν από μία δημόσια, μαζική στοχοποίηση που θα κάνει την επαγγελματική ή και την προσωπική τους ζωή φέιγ-βολάν. Δεν είναι παράλογο, η υπόθεση αυτή βασίζεται σε συνηθισμένες πρακτικές. Για να μπεις σε καθεστώς προστασίας μαρτύρων πρέπει να ξέρεις πράγματα, για να ξέρεις πράγματα πρέπει να είσαι κοντά στο «παιχνίδι» και για να είσαι κοντά σε τέτοιο «παιχνίδι» ίσως έχεις κι εσύ το μερίδιό σου σε παραπτώματα. Αυτό που γίνεται είναι ότι οι εισαγγελικές αρχές σου προσφέρουν ευνοϊκή μεταχείριση, αν συνεργαστείς για να καταθέσεις αυτά που ξέρεις.

Ας πάμε λίγο πίσω στην υπόθεση. Οι προστατευόμενοι μάρτυρες στην υπόθεση ήταν αρχικά τρεις. Στις 31 Δεκεμβρίου 2018 συλλαμβάνεται στο αεροδρόμιο της Αθήνας ο Νίκος Μανιαδάκης, που μέχρι τότε ήταν γνωστός με το όνομα «Ιωάννης Αναστασίου» προσπαθώντας να διαφύγει, σύμφωνα με την Εισαγγελία, στο εξωτερικό. Ο ίδιος το αρνείται και υποστηρίζει ότι είχε ενημερώσει σχετικά. Αυτόματα, η Εισαγγελία αίρει το καθεστώς προστασίας και ασκεί ποινική δίωξη για δωροδοκία εις βάρος του συμβούλου τριών υπουργών Υγείας. Ο Μανιαδάκης «περνάει απέναντι» και βρίσκεται εν μία νυκτί από μάρτυρας κατηγορούμενος, καταγγέλλοντας πλέον ότι «δέχθηκε πιέσεις» από την Εισαγγελία Διαφθοράς και το FBI για να εμπλέξει πολιτικά πρόσωπα. Λαμβάνοντας υπόψιν το παράδειγμα του Μανιαδάκη, έστω ότι η Επιτροπή καταφέρνει να σπάσει το καθεστώς προστασίας των μαρτύρων, εξαναγκάζοντάς τους να μην καταθέσουν ή έστω ότι, από κάποια διαρροή μετά την εξέτασή τους, βγαίνει η ταυτότητά τους σε ΜΜΕ. Τι θα σήμαινε αυτό; Δύο πράγματα: Το πρώτο, ότι η πηγή της αποκάλυψης, κάτι πολύ βασικό, θα είναι απρόσωπη, η ευθύνη θα διαχυθεί στην Επιτροπή. Το δεύτερο, ότι μπορεί να προκαλέσει μιντιακή καταιγίδα.

Το τι καταθέτουν, το πόσο σοβαρά είναι αυτά και γιατί η Εισαγγελία τους έκρινε κατάλληλους για καθεστώς προστασίας θα θαφτεί, ενώ θα μαθαίνουμε λεπτομέρειες για τον πρότερο βίο τους (που πιθανώς να περιέχει και χρήσιμες για τους κατηγόρους τους «σκιες»). Τα ελληνικά ΜΜΕ εξάλλου είναι αρκετά εκπαιδευμένα στη διάλυση της προσωπικότητας ενός ατόμου (βλ. και το πρόσφατο θέμα με την υποτιθέμενη σεξουαλική κακοποίηση βρέφους). Ίσως μάλιστα, η άρση της προστασίας τους με οποιονδήποτε τρόπο και η «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» να οδηγήσουν τους μάρτυρες να αλλάξουν τις καταθέσεις τους. Το παράδειγμα του πρωτόδικα καταδικασμένου σε ισόβια για την υπόθεση του Noor 1 , Ευθύμη Γιαννουσάκη, με τις αντικρουόμενες καταθέσεις, είναι ενδεικτικό. Ο Γιαννουσάκης αρχικά κατέθετε πληροφορίες για εμπλοκή του Βαγγέλη Μαρινάκη στην υπόθεση, ωστόσο στη συνέχεια άλλαξε τη γραμμή του και κατήγγειλε πιέσεις από στέλεχος του Λιμενικού, τον τότε υπουργό Άμυνας, Πάνο Καμμένο και την αρμόδια εισαγγελέα, Ειρήνη Τζίβα, για να ενοχοποιήσει τον Μαρινάκη.

Ήδη πάντως, το δεύτερο κύμα της δολοφονίας χαρακτήρα για τον «Μάξιμο Σαράφη», μετά τις επί δύο χρόνια αναφορές σε «κουκουλοφόρο», ξεκίνησε, λόγω της άρνησής του να καταθέσει στην Επιτροπή και την απόφαση ΝΔ – ΚΙΝΑΛ να ζητήσουν τη βίαιη προσαγωγή του. «Έγινε λαγός» ήταν το πρώτο σχόλιο του Άδωνι Γεωργιάδη, «αποκαλύφθηκε η αλήθεια» έσπευσε να σχολιάσει ο βουλευτής του ΚΙΝΑΛ, Κεγκέρογλου. Καμία «αλήθεια» δεν αναζητείται ωστόσο, ο στόχος είναι να πειστούν όλο και περισσότεροι για τη «σκευωρία», να δικαιωθούν κοινωνικά οι εμπλεκόμενοι.

Αν έχει αποκαλυφθεί κάτι με όλα αυτά πάντως, είναι ότι οι θεσμοί στη χώρα πάσχουν σοβαρά. Η Ελληνική Δημοκρατία έχει αποδειχθεί παντελώς ανίκανη, για άλλη μια φορά, να διαχειριστεί μία τέτοια, πολύ σοβαρή υπόθεση. Πολιτικά πρόσωπα έχουν στοχοποιήσει, μηνύσει και απειλήσει μάρτυρες και εισαγγελικούς λειτουργούς, πρόσωπα της Δικαιοσύνης εκτοξεύουν κατηγορίες και ελέγχονται, επίσημα έγγραφα περνάνε απλά στα ψιλά γιατί τα ΜΜΕ είναι αυτά που είναι και τελικά, αυτό που μένει σε μεγάλη μερίδα του κόσμου είναι μία ενοχλητική οσμή. Oσμή ότι «τίποτα δεν λειτουργεί», ότι το «Κράτος Δικαίου» είναι ένα σύντομο ανέκδοτο, και οι «θεσμοί» είναι ανάξιοι εμπιστοσύνης. Οσμή που σίγουρα θα αποθαρρύνει μελλοντικούς πληροφοριοδότες από ανάλογες περιπέτειες. Το πολίτευμα δεν κινδυνεύει όταν ακούγονται τα ονόματα του Σαμαρά, του Βενιζέλου, του Γεωργιάδη ή οποιουδήποτε σε μία δικαστική υπόθεση. Το πολίτευμα κινδυνεύει όταν οι πολίτες χάνουν την εμπιστοσύνη τους προς αυτό.

Η Προανακριτική Επιτροπή πάντως κάνει πολύ καλή δουλειά, γιατί έτσι κι αλλιώς, εδώ που έχουμε φτάσει, όλα αυτά γίνονται για επικοινωνιακό καθάρισμα. Αν είναι να υπάρξει εξέλιξη επί της ουσίας, αν υπάρχει μία ελπίδα να γίνει σαφές το τι συνέβη και αν συνέβη, αυτή θα έρθει από τις ΗΠΑ.