«Η δημοκρατική εγρήγορση των πολιτών είναι αυτή που μπορεί να αναγκάσει την κυβέρνηση να υποχωρήσει»
Tην κοινή δηλωση μάλιστα των Συνταγματολόγων ακολούθησε μία ξεκάθαρη και απόλυτη καταδίκη της γνωμοδότησης Ντογιάκου από το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, με ένα ψήφισμα που εγκρίθηκε χωρίς καμία αρνητική ψηφο (17 Ναι, 7 Παρών, 1 Αποχή).
«Για να το πω με τελείως απλά λόγια, δεν θα έπρεπε, δεν νομιμοποιούνταν οι Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να την εκδώσει» ανέφερε στην αρχή της κουβέντας ο Χαράλαμπος Κουρουνδής. «Το λέω ότι, αυτό πολλές φορές, όταν μιλάει κάποιος απλός άνθρωπος με δικηγόρους ή με νομικούς, σου λέει ότι εσείς επικαλείστε διαδικαστικούς κανόνες για να κρύψετε την ουσία. Εδώ όμως, θεωρώ ότι αυτή η υπέρβαση είναι ουσία. Δηλαδή, το να υπερβεί κάποιος , όπως ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου την αρμοδιότητά του για να εκφέρει γνώμη για κάτι για το οποίο δεν θα έπρεπε να εκφέρει γνώμη είναι ήδη, αν μιλάμε για την συγκεκριμένη περίπτωση πολιτικά ύποπτο».
«Είναι αυτό το σκανδαλώδες ακριβώς που γίνεται εξ αρχής, ότι δεν υπάρχει διερεύνηση του σκανδάλου, υπάρχει διερεύνηση των αποκαλύψεων» ανέφερε στη συνέχεια.
Στη γνωμοδότησή του, ο Ισίδωρος Ντογιάκος επικαλείται τη δυνατότητα που έχει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να γνωμοδοτεί «για ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος. «Προσέξτε όμως, όχι για υποθέσεις επί των οποίων έχουν επιληφθεί ή πρόκειται να επιληφθούν αρμόδιες δικαστικές αρχές και αυτό ακριβώς προς αποφυγή επηρεασμού της κρίσεις τους» απάντησε ο κ.Κουρουνδής και εξήγησε το γιατί:
«Η πρόβλεψη αυτή υπάρχει έτσι ώστε κατώτεροι εισαγγελείς, των Πρωτοβάθμιων, των Δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, των Πρωτοδικείων, των Εφετείων, να μπορούν να απευθύνονται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για κάτι το οποίο δεν είναι νομικά αυτονόητο, έτσι ώστε να γνωμοδοτήσει και αυτό εξυπηρετεί και την ασφάλεια του δικαίου, την ενότητα της νομολογίας κτλ. Το ίδιο μπορεί να το κάνει ένας Υπουργός. Το ίδιο μπορεί να το κάνει η Ελληνική Αστυνομία. Εδώ όμως, σε κάθε περίπτωση έγινε, το ερώτημα, έγινε από ιδιώτες. Από τον Όμιλο Εταιρειών ΟΤΕ. Αυτό είναι πρωτοφανές αφενός και αφετέρου η ουσία της γνωμοδότησης αφορά μια υπόθεση επί των οποίων υπάρχουν και ανοιχτές ποινικές προκαταρτικές εξετάσεις και είναι σχεδόν βέβαιο, αν όχι πλήρως βέβαιο ότι θα απασχολήσει αυτή η υπόθεση τα δικαστήρια. Είναι σαν να προδικάζει. Και ξαναλέω όλα αυτά που λέμε τώρα είναι στο διαδικαστικό σκέλος, έτσι; Πριν μπούμε στην ουσία καν της γνωμοδότησης.».
Προχώρησε στη συνέχεια σε έναν παραλληλισμό, τηρουμένων των αναλογιών, με μία ιστορική περίοδο που απασχολεί την επικαιρότητα, λόγω του θανάτου του έκπτωτου Γλύξμπουργκ.
«Όταν ξέσπασε η κρίση των Ιουλιανών το 1965, με τον Βασιλιά τότε Κωνσταντίνο, να εξαναγκάζει σε παραίτηση τον εκλεγμένο Πρωθυπουργό, εκείνος ο οποίος διαφύλαξε το πολίτευμα δεν ήταν ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο Κωνσταντίνος Κόλλιας. Ήταν μάλιστα ο Κωνσταντίνος Κόλλιας εκείνος που δύο χρόνια μετά διορίστηκε από τον Βασιλιά ως Πρωθυπουργός της Κυβέρνησης που ακολούθησε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Εκείνος ο οποίος υπήρξε ο θεματοφύλακας της δημοκρατίας και των ελευθεριών εκείνη την περίοδο, ήτανε οι διαδηλωτές και οι διαδηλώτριες των Ιουλιανών. Δεν ήταν δηλαδή ο Κωνσταντίνος Κόλλιας που είχε τον θεσμικό ρόλο. Ήταν ο Σωτήρης Πέτρουλας ο οποίος σκοτώθηκε σε εκείνες τις διαδηλώσεις. Δολοφονήθηκε για την ακρίβεια.
Θεωρώ ότι τηρουμένων των αναλογιών πάντα και με τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις ιστορικές περιόδους και τα γεγονότα, η δημοκρατική εγρήγορση των πολιτών είναι εκείνη η οποία είναι το κρίσιμο μέγεθος για να αναγκαστεί η κυβέρνηση να υποχωρήσει σε ένα θέμα στο οποίο φαίνεται ότι είναι αδιάλλακτη και στο οποίο δείχνει ότι είναι διατεθειμένη να κάνει κάθε είδους θεσμική απρέπεια να το πω, άλλοι μιλάνε για εκτροπή, όπως και να το πούμε, είναι ΄πάντως διατεθειμένη να κάνει ο,τιδήποτε πέρα από την διαλεύκανση του σκανδάλου».
«Ο εκφοβισμός έχει στόχο “chilling effect”, το πάγωμα του δικαιώματος»
Το κείμενο Ντογιάκου κλείνει με μία ξεκάθαρα εκφοβιστική αναφορά προς τα μέλη της Ανεξάρτητης Αρχής αλλά και «όποιον άλλον» υποστηρίζοντας ότι προκύπτουν «ιδιαίτερα σοβαρές ποινικές κυρώσεις, με προβλεπόμενη ποινή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ακόμα και πρόσκαιρης κάθειρξης». Φτάνει μάλιστα στο σημείο να υποστηρίξει ότι «αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις» προκύπτει παραβίαση των άρθρων του Ποινικού Κώδικα ακόμα και περί παραβίασης των μυστικών της Πολίτείας και κατασκοπείας.
«Με δυο λόγια μόνο, τι σηματοδοτεί αυτή η απειλή. Ότι αν υποθέσουμε ότι η ΑΔΑΕ ασκεί την αρμοδιότητα που της έχει αναθέσει το Σύνταγμα με βάση το άρθρο 19 παρ.2, χωρίς προφανώς να ενημερώνει τον παρακολουθούμενο, αλλά εδώ μιλάμε για το να ενημερώσει τη Βουλή και την ίδια την εισαγγελική αρχή, έτσι, σε περίπτωση διαπίστωσης εγκλήματος, σ’ αυτή την περίπτωση υπονοείται από την γνωμοδότηση ότι θα ασκηθούν διώξεις κατά του Προέδρου και των μελών της ΑΔΑΕ. Δηλαδή είναι πολύ…τέλος πάντων για να το πω τελείως ήπια, ακροβατικός αυτός ο συλλογισμός νομικά, στην πραγματικότητα είναι απλά ένας εκφοβισμός» τόνισε ο διδάκτορας της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ και στη συνέχεια προχώρησε στην εκτίμηση για το τον λόγο που εκφράζονται, απο διαφορετικές πηγές μάλιστα, τέτοιες απειλές προς οποίον/όποια δείχνει διάθεση να αναζητήσει την αλήθεια.
«Ο λόγος για τον οποίον ασκούνται τέτοιου είδους απειλές, είναι ένα φαινόμενο το οποίο έχει εμφανιστεί όχι μόνο στη συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά εμφανίζεται σε πολλές και διαφορετικές κατηγορίες υποθέσεων. Είναι το λεγόμενο από την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του ανθρώπου “chilling effect”. Δηλαδή ότι το αποτέλεσμα είναι με απλά λόγια μια παγωμάρα. Ότι δηλαδή κάποιος, είτε είναι πολίτης είτε είναι κρατικός λειτουργός, ο οποίος θα θέλει, να ασκήσει τα καθήκοντά τού ή τα δικαιώματά του, αν έχει τον φόβο ότι μπορεί να επαπειλείται κάθειρξη γι’ αυτή την άσκηση των δικαιωμάτων ή των καθηκόντων του, ή μια πολύ μεγάλη του ταλαιπωρία, ή φυλάκισή του, ή ο,τιδήποτε, καταλαβαίνετε ότι θα το σκεφτεί και θα το ξανασκεφτεί για να ασκήσει τα δικαιώματα ή τα καθήκοντά του. Και αυτό ήδη από μόνο του έχει μία επιτελεστικότητα. Έχει μία λειτουργία. Έχει ότι, ουσιαστικά χωρίς να σου καταργεί το δικαίωμα, το παγώνει. Σε κάνει να μην θέλεις εσύ ο ίδιος να το ασκήσεις».
Και έφερε ως ε Ελλάδι παράδειγμα του φαινομένου αυτού, την κατάσταση γύρω από το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, την περίοδο των lock down. «Είναι το ίδιο με αυτό που συνέβαινε την περίοδο της πανδημίας και των lock down, αναφορικά με το δικαίωμα στις συναθροίσεις.
Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έκρινε κατά πλειοψηφία ως συνταγματική την απαγόρευση την τετραήμερη των συναθροίσεων στο πολυτεχνείο του 2020 – λανθασμένα κατά τη γνώμη μου – έλεγε ότι ήταν περιορισμένη για τέσσερις μέρες, ενώ το δικαίωμα υπήρχε σε όλες τις υπόλοιπες. Θυμόμαστε όμως, να αντιμετωπίζουν δεκάδες πολίτες, εκατοντάδες θα έλεγα σε όλη την Ελλάδα, ποινικές διώξεις οι οποίες έρχονται σιγά σιγά στα δικαστήρια και δικάζονται και θα δικαστούν και στο επόμενο διάστημα. Διώξεις ανθρώπων οι οποίοι διαδήλωναν όχι σε μέρες απαγόρευσης, όπως του πολυτεχνείου, αλλά σε άλλες μέρες, και παρ’ όλα αυτά τους επιβάλλονταν πρόστιμα των 300 ευρώ από την αστυνομία, με το επιχείρημα ότι παραβίαζαν την απαγόρευση κυκλοφορίας. Οπότε αυτό λειτουργούσε ως τι; ως μία chilling effect, ώστε να μην γίνονται διαδηλώσεις, γιατί επιβλήθηκαν τόσα τρακοσάρια πρόστιμα σε απλούς ανθρώπους, που από ένα σημείο και μετά πολλοί φυσικά το ξανασκεφτόντουσαν. Ή, εκείνος στον οποίο είχε επιβληθεί μία φορά ένα πρόστιμο των τριακοσίων ευρώ, το σκεφτόταν και το ξανασκεφτόταν για να κατέβει και δεύτερη και τρίτη φορά να διαδηλώσει.
Tο ότι ο κύριος Ράμμος έχει ορθώσει το ανάστημά του και όχι μόνο εκείνος, και άλλοι και η Κατερίνα Παπανικολάου και άλλα μέλη της ανεξάρτητης αρχής, σημαίνει ότι ο καθένας θέλει να γίνει “ήρωας”».
«Ξεκάθαρα θα μπορούσε να υπάρξει πειθαρχικός έλεγχος του Ντογιάκου, αλλά το θεωρώ απίθανο»
Όταν σχεδόν ομόθυμα, ο νομικός κόσμος της χώρας καταγγέλλει ότι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου υπερβαίνει τις αρμοδιότητες του και δρα παράνομα, εύλογα δημιουργείται το ερώτημα αν μπορούν να υπάρξουν κυρώσεις και τι είδους θα μπορούσαν να είναι αυτές.
«Θα μπορούσε να επιφέρει ακόμα και πειθαρχικές συνέπειες για τον ίδιο, αλλά θεωρώ αρκετά απίθανο για τους λόγους που έχουμε ήδη συζητήσει ότι θα γίνει αυτό» σχολίασεο ο Χαράλαμπος Κουρουνδής
«Υπάρχει πειθαρχική διαδικασία φυσικά» συνέχισε. Ακόμα, αν μπορούμε να το τραβήξουμε, υπάρχουν και ποινικές διαδικασίες, που θα μπορούσανε να ακολουθηθούν, αν πει κάποιος το φαινόμενο αυτό ως κατάχρηση εξουσίας. Αλλά στο πειθαρχικό σκέλος σίγουρα θα μπορούσε να υπάρξει πειθαρχικός έλεγχος του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στο βαθμό που υπάρχει προσπάθεια επηρεασμού. Και μάλιστα αυτά που λέμε τώρα, δεν είναι – πώς να το πω – η άποψη απλώς ημών των 16. Το λένε και οι προηγούμενες γνωμοδοτήσεις της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Να διευκρινίσω εδώ, γιατί προφανώς δεν θα είναι ευρύτερα γνωστό αυτό, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ως όργανο έχει μία συνέχεια. Οπότε υπάρχουνε γνωμοδοτήσεις του 2022, του 2021, του 2020, του 2018, του 2014 από πολλούς και διαφορετικούς Εισαγγελείς του Αρείου Πάγου, εννοώ φυσικά πρόσωπα, που είχανε εκφράσει ως πάγια θέση, κατά την άσκηση αυτή της γνωμοδοτικής αρμοδιότητας, ότι ο Εισαγγελέας δεν γνωμοδοτεί επί υποθέσεων επί των οποίων επιλήφθηκαν ήδη ή πρόκειται να επιληφθούν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές και τα δικαστήρια. Άρα εδώ νομίζω ότι ξεκάθαρα θα μπορούσε να υπάρξει πειθαρχικός έλεγχος. Δεν το θεωρώ όμως καθόλου πιθανό».
«Ένα συλλογικό καθήκον, το οποίο έχουμε ως κοινωνία»
Θέματα που έχουν να κάνουν με τα δικαιώματα, τις δημοκρατικές ελευθερίες και το Σύνταγμα απασχολούν πολύ έντονα την επικαιρότητα από την αρχή της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Με την αστυνομική καταστολή, τις απόπειρες περιορισμού των διαδηλώσεων, το απόρρητο των επικοινωνιών, τις παράνομες επαναπροωθήσεις να έχουν σημαδέψεις τα έργα και τις ημέρες της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Ο Χαράλαμπος Κουρουνδής έκλεισε σχολιάζοντας το γενικό πλαίσιο:
«Θα έλεγα ότι από την πλευρά της κυβέρνησης, υπάρχει μία προσπάθεια – για να χρησιμοποιήσω μία έκφραση που είναι έτσι λίγο του συρμού πολλές φορές – ορμπανοποίησης της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Δηλαδή, υπάρχει μία προσπάθεια, η οποία συνίσταται στην μεγαλύτερη δυνατή συρρίκνωση των δημοκρατικών ελευθεριών. Να το πω πάλι με απλά λόγια, όταν το καρότο το οποίο έχει να δώσει στην κοινωνία, ολοένα και λιγοστεύει ή μικραίνει, τότε το μαστίγιο θα πρέπει να είναι πιο αποτελεσματικό.
Από την άλλη πλευρά έχουμε δει και μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις. Θα έλεγα ότι η διαφορά στη συζήτηση περί ορμπανοποίησης, είναι ότι η κοινωνική και πολιτική Αριστερά, με την ευρεία της έννοια στην Ελλάδα, δεν βρίσκεται στην κατάσταση της Ουγγαρίας, είναι υπαρκτή. Με τα προβλήματά της, με τις αδυναμίες της, αλλά υπάρχει δημοκρατική εγρήγορση, υπάρχουν άνθρωποι, κινήματα, συλλογικοί φορείς, που έχουν αντισταθεί απέναντι σε τέτοιου είδους επιλογές, σαν αυτές που συζητήσαμε και στο ζήτημα των προστίμων και των συναθροίσεων, και σε απεργίες πείνας, και σε απεργιακές κινητοποιήσεις, σε πολλά θέματα.
Αυτό είναι το οποίο με κάνει αισιόδοξο για το 2023, όταν με κυριεύουν απαισιόδοξες σκέψεις, κοιτάζοντας το ποια είναι η διάθεση και οι στοχεύσεις των κρατούντων. Ότι ο απλός κόσμος, ο οποίος βέβαια δεν είναι ενιαίος, αλλά παρ’ όλα αυτά μια μεγάλη του μερίδα είναι ένας κόσμος, ο οποίος έχει δηλώσει και μια αγωνιστική διαθεσιμότητα. Γιατί ακριβώς θεωρώ πως το κρίσιμο στα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες, δεν είναι η κατοχύρωσή τους, ακόμα και η συνταγματική, που είναι το ύψιστο θεσμικό επίπεδο, αλλά είναι η άσκησή τους στην πράξη.
Είναι η δυνατότητα πραγματικά να εκφραστείς δημοκρατικά και να συμμετέχεις, να διεκδικείς ότι θα επηρεάσει τη λήψη των αποφάσεων ο απλός πολίτης, ο απλός κόσμος εν γένει. Αυτό νομίζω ότι είναι το κρίσιμο. Δηλαδή η κατακλείδα αυτής της συζήτησης δεν πρέπει να είναι τι λένε οι καθηγητές, τι λένε οι συνταγματολόγοι, ποια θα είναι η επόμενη κίνηση του Ράμμου ή της ΑΔΑΕ, παρ’ ότι ο καθένας, σαφώς, όπως σας είπε και η κ.Παπανικολάου, θα πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί, στο μέτρο που του αντιστοιχεί από τη θέση στην οποία βρίσκεται. Υπάρχει όμως και ένα συλλογικό καθήκον, το οποίο έχουμε ως κοινωνία. Και αυτό είναι κάτι στο οποίο ο καθένας και η καθεμιά μπορεί να βάλει το λιθαράκι του».