Το πρώτο είναι αυτό που ονομάζω εγώ «The Great Equalizer» για να γελάω όσο σκέφτομαι τον Denzel Washington να καιροφυλακτεί στο διαδίκτυο. Όλοι είναι ίδιοι και ίσοι και κορυφαίοι στο debate. Είναι όλοι μια εικόνα προφίλ που έχει κάθε δικαίωμα να λέει ο,τι θέλει, να τις απαντάει όποιος θέλει, με όποιον τρόπο θέλει και να δημιουργεί σχεδόν κακοποιητικές συνθήκες για όποιον συμμετέχει σε αυτή τη συζήτηση. Κάτι που δεν θα συνέβαινε ποτέ στον πραγματικό κόσμο.

Είναι σημαντικό αυτό. Δεν θα βρεθείς εύκολα στη ζωή σου να συζητάς τις επιπτώσεις των εμβολίων με έναν καθηγητή ανοσολογίας. Κι αν βρεθείς, δεν θα σου είναι εύκολο να πεταχτείς και να πεις -με εντελώς αναίτια αυτοπεποίθηση- την αποψάρα σου για τα εμβόλια μπροστά σε έναν καθηγητή ανοσολογίας. Στο διαδίκτυο όμως θα βρεθείς να εξηγείς, άθελά σου, το πως δουλεύει το τριφασικό ρεύμα σε ηλεκτρολόγο. Κι αν τολμήσει να σου πάει και κόντρα, θα γίνεις κι εριστικός λέγοντας «ο προπάππους μου ήταν ηλεκτρολόγος και ξέρω».

Όλοι το ίδιο, όλοι ανειδίκευτοι και ταυτόχρονα όλοι ειδικοί. Όλοι μια ζούγκλα που καταλήγει να διαλύει τον διαλεκτικά ισχυρότερο, να συνθλίβει αυτόν με τα ικανότερα επιχειρήματα και να καλεί σε παραίτηση αυτόν που έχει στην κατοχή του τα περισσότερα στοιχεία. Γιατί είναι αδύνατον να μιλήσεις ή να πείσεις θηρία ανήμερα, που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να πετάνε σάλια στον καθρέφτη τους για να ταΐζουν τον ναρκισσισμό που τους φόρεσαν τα κατοχικά σύνδρομα των γονέων τους.

Καταλήγεις να βρίζεις και να σκέφτεσαι ευφάνταστες λέξεις για να προσβάλεις τον άλλον μπας και πετάξεις από πάνω σου τη βρωμιά που αφήνει η κάθε του αστήρικτη λέξη και φράση. Δεν ξέρω για τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά προσωπικά, όσο με αηδιάζουν οι εμετικές απόψεις ορισμένων, στον ίδιο βαθμό με αηδιάζει και η σιγουριά με την οποία τις αμολάνε παντού.

Και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, απλώς μολύνεται το διαδίκτυο με τους πιο θαρραλέους. Και δεν είμαστε οι επιχειρηματολόγοι οι πιο θαρραλέοι. Ποτέ δεν υπήρξαμε. Πάντα δίναμε τόπο στην οργή γιατί «έλα μωρέ μην πέφτεις στο επίπεδό του». Τέλεια. Δεν πέσαμε ποτέ σε κανένα επίπεδο και τώρα αυτό είναι το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο του πλανήτη.

Το πότε αποφασίσαμε ότι πρέπει να κάνουν κουμάντο τα Όρκ, δεν ξέρω, πάντως αυτό συμβαίνει στο διαδίκτυο. Και δεν είναι καινούργιο. Αν είχα ένα εικοσάευρο για κάθε φορά που μου λέγανε «εσύ είσαι ο έξυπνος, εσύ να κάνεις πίσω κι ας έχεις δίκιο», θα είχα αγοράσει αυτοκίνητο από τα 18 μου. Και θα το είχα πουλήσει γιατί δεν θα είχα σκεφτεί καθόλου τις οικονομικές επιπτώσεις του να αγοράζεις ένα αυτοκίνητο καθότι 18 χρονών νιάνιαρο.

Κάνουμε τα χατίρια στα κακομαθημένα για να το βουλώσουν και να μην μας ενοχλούν. Δούλεψε αυτό ποτέ στην οικογένεια; Γιατί να δουλέψει και στην κοινωνία; Αν κάποιος ψάχνει για κοινωνικά πειράματα, ας μην πάει μακριά. Ας δει την Ελλάδα από τον Β’ Παγκόσμιο και μετά να παραδίδει τακτικά τα σκήπτρα στους ηλίθιους.

Το δεύτερο φαινόμενο που με τρομάζει όσο τίποτα τα τελευταία δέκα χρόνια, είναι η σύνθλιψη οποιασδήποτε επιχειρηματολογίας και η σμίκρυνσή της σε μια φαινόμενη γενική αλήθεια, παύλα ομπρέλα, η οποία φαίνεται να καλύπτει τα πάντα. Συγκεκριμένα για το θέμα των αμβλώσεων, φύγαμε από την υπάρχουσα νομοθεσία και τα δικαιώματα της γυναίκας και του εμβρύου και πήγαμε στο γνωστό αγαπημένο: την ελευθερία του λόγου.

Δεν γίνεται κάθε φορά που ανοίγει ένα τέτοιο θέμα να μιλάμε για την ελευθερία του λόγου λες και η ελευθερία του λόγου είναι κάτι που δεν ορίζεται νομικά ή θεσμικά. Κάθε προσπάθεια που γίνεται για να στραφεί η κοινωνία προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, βρίσκει αντιμέτωπη ένα επιχείρημα που είναι σαθρό και παράγει μηδενικό έργο.

Μου θυμίζει τους τεράστιους καβγάδες για την κβαντική θεωρία και τη φράση που ακούγεται από τους άσχετους: «είναι απλά μια θεωρία».

Μα στη Φυσική η λέξη θεωρία δεν σημαίνει κάτι αστήρικτο. Σημαίνει κάτι που αποδεικνύεται. Η λέξη «υπόθεση» είναι που επιτελεί αυτόν τον ρόλο. Και κάθεσαι και βλέπεις ανθρώπους που με το ζόρι τελείωσαν το λύκειο, να βρίζουν φυσικούς με διδακτορικό γιατί δεν καταλαβαίνουν ούτε καν ποια είναι η κουβέντα.

Το ίδιο συμβαίνει κι εδώ, στο θέμα της ελευθερίας του λόγου. Υπάρχει ένα ακαδημαϊκό κενό. Το οποίο φυσικά είναι και πολιτικά υποκινούμενο. Η λογική του «ό,τι θέλω θα λέω χωρίς νομικές συνέπειες» έχει μεταμορφωθεί σε «ό,τι θέλω θα λέω και δεν θα αντιδράς» ή «όλες οι απόψεις έχουν την ίδια ακριβώς αξία» ή «θα λέω ό,τι θέλω κι είσαι υποχρεωμένος να με ακούς».

Ανοίγει ένας διάλογος, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως διάλογος εντελώς εικονικά και χαριστικά. Δεν υπάρχει πραγματικός διάλογος. Είναι ένας τρομακτικός μονόλογος, με εξωστρεφή χαρακτήρα, με μέσα έκφρασης τον πύρινο συναισθηματικό λόγο και την πλήρη απουσία επιχειρημάτων. Ένας μονόλογος με επίκεντρο την πρόκληση φόβου, τον λαϊκισμό και τη μηδενική επιστημονική αλήθεια.

Προσέξτε την πρόταση: «Οι γυναίκες δολοφονούν μωρά».

Σε αναγκάζει να θυμώσεις. Σε προδιαθέτει για το συναίσθημα που πρέπει να έχεις απέναντι σε αυτήν τη δήλωση. Τι κι αν στην Ελλάδα είναι παράνομο να κάνεις έκτρωση σε προχωρημένη κύηση; Τι κι αν ο νόμος βρίσκεται σε συμφωνία με τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα και τη σύγχρονη βιοηθική;

Δεν θα διστάσουν να καταργήσουν τα πάντα, όλα τα κεκτημένα, υπό το πρόσχημα ότι έχουν την ελευθερία να το κάνουν. Το οποίο δεν ισχύει.

Μιλάμε για ελευθερία του λόγου, αλλά κανείς δεν αποδομεί αυτήν την νοητική ακροβασία που ονομάζεται «αγέννητο παιδί». Δεν υπάρχει «Αγέννητο παιδί», όπως δεν δύναται να υπάρξει αλεξίπυρο σπίρτο, κρύος φούρνος, ζεστό ψυγείο, ιπτάμενο τρένο κ.ο.κ. Το να βάζεις λέξεις στη σειρά που ακούγονται σωστές επειδή ακολουθούν την φόρμα «υποκείμενο, ρήμα, αντικείμενο», δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι και σωστό.

Πχ. Ο Γιώργος μασουλάει διαμάντια.

Ή που ο Γιώργος είναι κάποιου είδους διαφορετικός άνθρωπος, ή που γράφουμε μπαρούφες με σκοπιμότητα. Το «αγέννητο παιδί» δεν υφίσταται σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία. Υπάρχει αγέννητο έμβρυο. Αλλά αγέννητος άνθρωπος δεν υπάρχει. Είναι ένα τέχνασμα. Δεν μπορεί να έχει κληρονομικό δικαίωμα κάτι αγέννητο. Δεν έχει αριθμό ταυτότητας. Δεν πληροί καν τα επιστημονικά κριτήρια για να θεωρηθεί ζωή. Δεν θέλω να επεκταθώ περισσότερο στο θέμα των αμβλώσεων, έχω κάνει ένα βίντεο για όποιον ενδιαφέρεται και μπορεί να το βρει εδώ.

Με απασχολεί πολύ περισσότερο στην παρούσα φάση, η ρητορική του πράγματος. Δεν είναι μια απλή ρητορική. Είναι στρατηγική. Κρύβει πάρα πολλές τεχνικές.

Η μία είναι η παρουσίαση του προβλήματος ως άκρο. Αυτό το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε, είναι ένα άκρο. Κι ότι οι γυναίκες δολοφονούν παιδιά ή ότι καταστρατηγείται η ελευθερία του λόγου ή ότι πέφτουμε ως κοινωνία στην κόλαση και διάφορα άλλα τέτοια γραφικά, χρησιμεύουν για να καταστήσουν συνειδησιακά την υπάρχουσα νομοθεσία ως άκρο.

Η δεύτερη είναι η απόλυτη κατάργηση οποιασδήποτε επιχειρηματολογίας με την δικαιολογία ότι καταστρατηγεί την ελευθερία του λόγου. Ότι κανείς δεν τολμάει πλέον να έχει την αντίθετη άποψη γιατί θα τον ταμπελοποιήσουν ως φασίστα ή οτιδήποτε άλλο.

Εδώ συμβαίνει το εξής: αν η άποψή σου ταυτίζεται με την άποψη που έχουν οι ακραίοι, αυτό είναι πρόβλημα δικό σου. Αν η όλη σου ρητορική εφάπτεται πολύ προσεκτικά στην ρητορική ενός φασίστα κι εσύ είσαι εντάξει με αυτό, αυτό είναι πάλι δικό σου πρόβλημα.

Δεν θα συζητάμε αυτό γιατί αν συζητάμε αυτό, τότε χάνουμε το θέμα. Το οποίο θέμα θέλουν, πολύ εύστοχα, να μεταμορφώσουν σε κάτι άλλο, εντελώς διαφορετικό. Γιατί έτσι προσπερνάμε την διαδικασία με την οποία κατέβηκε η αφίσα.

Τα βήματα ήταν τα εξής:

  1. Η αφίσα ανέβηκε.
  2. Ο κόσμος την είδε και αντέδρασε.
  3. Ακούστηκαν τρεις φωνές με την εξής σειρά:
  • Αφίσα και η φωνή της
  • Κόσμος που αντέδρασε αρνητικά
  • Κόσμος που αντέδρασε θετικά.

Στη συνέχεια, οι αρμόδιοι θορυβήθηκαν κι αναρωτήθηκαν τι πήγε λάθος. Παρέθεσαν τους νόμους και τις πολιτικές της εταιρείας τους και βρήκαν ότι η αφίσα δεν συμφωνεί με αυτά. Και την κατέβασαν.

Και πάμε τώρα στο ζουμί.

Έρχεται ο άλλος και σου λέει ότι το κατέβασμα της αφίσας είναι η καταστρατήγηση της ελευθερίας του λόγου. Ότι η αφίσα ήταν μια άποψη κι ότι θα πρέπει να ακουστεί.

Κι εδώ φαίνεται η παγίδα.

Πρώτον αυτός που θα το πει αυτό, είναι σχεδόν πάντα υπέρμαχος της άποψης της αφίσας. Και να μην είναι, είναι κάποιος ο οποίος δεν βλέπει κάτι κακό σε αυτό και το θεωρεί μια απλή έκθεση απόψεων.

Είναι όμως έτσι; Από την ΣΤΑΣΥ καταλαβαίνουμε ότι για να ανέβει κάτι εκεί, θεωρείται διαφήμιση και κάποιος πληρώνει γι αυτό. Άρα έχουμε μια άποψη η οποία πληρώνει για να ακουστεί. Το οποίο είσαι ελεύθερος να κάνεις αλλά όχι χωρίς κανόνες.

Ποιος πληρώνει συνήθως για να ακουστεί; Πληρώνει κάποιος για να πει «το προϊόν μου είναι καλύτερο από το δικό σου». Αυτό δεν λέγεται παράθεση άποψης. Αυτό λέγεται διαφήμιση. Παράθεση άποψης γίνεται στην καφετέρια όταν λες στον κολλητό σου ότι το τάδε προϊόν σε βοήθησε πολύ. Κι όχι με πληρωμή.

Άρα η κουβέντα περί ελευθερίας του λόγου αρχίζει και αποκτά σαθρές βάσεις. Πως είναι δυνατόν να πληρώνει κάποιος για να εκτεθεί ελεύθερα ο λόγος του; Άρα όσοι δεν μπορούν να πληρώσουν, έχουν λιγότερη ελευθερία; Σίγουρα δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Μήπως η πληρωμή υπονοεί την αγορά κάποιου προσόντος ή προϊόντος; Δεν μιλάμε για μια ευθεία αντιπαράθεση απόψεων.

Χώρια το μεγάλο πρόβλημα, ότι όλη εκείνη η αφίσα λέει ψέματα. Ιατρικά ψέματα. Χώρια την όλη πολιτική που είναι σάπια και γίνεται μέσω του Twitter. Όλοι ξέρουν να βγαίνουν στα πάνελ και να λένε ότι έχουμε 150 χιλιάδες εκτρώσεις, αλλά τα αληθινά νούμερα είναι αυτά.

Κι όμως, το να παραθέτεις λάθος νούμερα και να βασίζεις μια ολόκληρη πολιτική πάνω σε αυτά και να φανατίζεται κόσμος, είναι λάθος. Θα έπρεπε να είναι ποινικά κολάσιμο.

«Ένα διαφημιστικό μήνυμα είναι παραπλανητικό εάν περιλαμβάνει τρεις προϋποθέσεις. Πρώτον το μήνυμα περιλαμβάνει έναν πιστευτό ισχυρισμό, που είναι ένα φανερό ή ένα ασυνείδητο ψέμα. Επιπλέον το μήνυμα ενθαρρύνει μια διαφωνία ανάμεσα στο τι οι καταναλωτές πιστεύουν ότι ισχυρίζεται η διαφήμιση και στο τι είναι στην πραγματικότητα. Τέλος η διαφήμιση ενθαρρύνει τους καταναλωτές να στηριχτούν σε προηγούμενες λανθασμένες πεποιθήσεις, ώστε τα συμπεράσματα τους από το διαφημιστικό μήνυμα να αλληλεπιδρούν με αυτές τις πεποιθήσεις με αποτέλεσμα να δημιουργούνται περισσότερες».

(Hyman, Tansey and Clark, 1994)

Άρα έχουμε μια ανοιχτή αντιπαράθεση απόψεων; Υπάρχει κάποιο debate που γίνεται στις σκάλες του μετρό με μεγάφωνα και ομιλητές; Είναι ο ιατρικός σύλλογος εκεί για να απαντήσει σε ερωτήσεις του κοινού; Όχι, βέβαια. Είναι όμως η εκκλησία, με φοβερά επιστημονικές πηγές, ένα άρθρο του Χριστόδουλου. Γελάει ο κόσμος.

Επίσης, είναι η άμβλωση κάτι που μπορεί να αποτελέσει πλατφόρμα για αντιπαράθεση απόψεων; Πως μπορεί κάτι που στηρίζεται από επιστημονικά δεδομένα να είναι θέμα για αντιπαράθεση από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν τα επιστημονικά δεδομένα; Αυτό δεν είναι ελευθερία λόγου. Είναι αυτοκρατορία των ηλίθιων, αδαών κι αμόρφωτων.

Έχεις δικαίωμα στην άποψη. Χωρίς νομικές κυρώσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι η άποψή σου είναι σωστή, αξιοσέβαστη, υπεράνω κριτικής, ίπταται πάνω από τα γεγονότα. Μιλάμε για τις αμβλώσεις λες και είναι μια διαμάχη για το αν τα γεμιστά πρέπει να είναι ορφανά ή όχι για να λέγονται γεμιστά;

Οι απόψεις μας πρέπει και οφείλουν να αλλάζουν όταν βλέπουμε ότι δεν ανταποκρίνονται στα επιστημονικά δεδομένα. Μπορείς να βγεις να φωνάξεις ότι ο ήλιος είναι ροζ και προωθεί την ομοφυλοφιλία, και κανένας δεν θα σε βάλει φυλακή. Το κράτος δηλαδή. Μπορεί να έρθει ένας άλλος που λέει ότι ο ήλιος είναι πράσινος (που είναι και η επιστημονική αλήθεια πέρα από ένα αρχαίο πασοκικό αστείο) και να σου κάνει μήνυση. Πάλι ελεύθερα κινείται ο λόγος. Δεν περιόρισε κανείς κανέναν.

Μπορούμε να μαλώνουμε όσο θέλουμε για τις φακές και την τομάτα, για τα αληθινά γεμιστά, για το αν τα αληθινά βιβλία γράφονται σε κίτρινο ή λευκό χαρτί. Αυτά είναι όλα πράγματα που δεν μπορούν μέχρι στιγμής να αποδειχτούν επιστημονικά. Και μάλλον δεν θα μπορέσουν ποτέ γιατί η ερώτηση που κρύβεται πίσω από κάθε τέτοια δήλωση είναι: τί μου αρέσει περισσότερο.

Το γεγονός ότι ο ήλιος δεν είναι ούτε (εμφανώς) πράσινος αλλά ούτε ροζ και δεν προωθεί την ομοφυλοφιλία σε κανένα σύμπαν (γνωστό ή άγνωστο) παραμένει, όσο και να φωνάζουμε. Δεν θα αλλάξει ο πλανήτης, ούτε η κοσμολογική σταθερά του σύμπαντος επειδή οι παπάδες λένε ότι ο θεός έφτιαξε τον κόσμο σε έξι μέρες ή ότι δεν υπήρξαν δεινόσαυροι ή επειδή ο Μουρούτης λέει ότι τρώγοντας χορτοφαγικά θα νικήσεις τον καρκίνο.

Αντίστοιχα, το να πετάς ψεύτικα πράγματα στον κόσμο ως επιστημονικά δεδομένα, χωρίς κανένα citation θα έπρεπε να είναι ποινικά κολάσιμο. Δεν είναι ελευθερία του λόγου το συστηματοποιημένο ψέμα με σκοπό τον προσηλυτισμό.

Και μάλιστα, αυτός ο λόγος κρύβει από πίσω τρομακτικά πράγματα.

Πρώτον είναι όντως οι εκτρώσεις κάτι που απασχολεί; Ή μιλάμε πάντα για μια κοινωνία με αντανακλαστικά κόμπρας και διάσπαση προσοχής; Σαν ένα φλας που φωτοβολεί τις λέξεις «αδικία, φόνος, μετανάστες» κι εμείς αντιδράμε και στρέφουμε κεφάλι σε ό,τι είναι μόδα.

Και λέω ότι είναι τρομακτικό γιατί δουλεύει. Συγκεκριμένοι χώροι, όποτε τους καπνίσει, επαναφέρουν ένα θέμα που έχουν στις πολιτικές ατζέντες τους, το οποίο είναι συνήθως ένα θέμα που έχει κλείσει, με τακτικές πολέμου. Ασύμμετρους βομβαρδισμούς. Ένα εξώφυλλο εφημερίδας εδώ, ένα Twitter post εκεί, μια διαφήμιση στο μετρό. Όλα συνεννοημένα με στόχο το τζέρτζελο.

Κάθε φορά με την ίδια ρητορική, αυτή που βασίζεται στο αίσθημα του φόβου με ένα μήνυμα:
Αυτοί εκεί οι αόριστοι κακοί, σου παίρνουν κάτι που σου ανήκει.

«Σου παίρνουν το αγέννητο παιδί σου», λένε.
«Ναι, μου το παίρνουν», απαντάνε.

Ο μηχανισμός της ελευθερίας του λόγου που θέλουν εν τέλει να καταργήσουν είναι χρόνια τώρα ο ίδιος: Αστοιχείωτοι και αμόρφωτοι άνθρωποι με θράσος και σχέδιο, να χρησιμοποιούν τον συναισθηματικό λόγο για να προκαλέσουν το κοινό αίσθημα. Να ξεσηκώνουν κόσμο από ντιβάνια, καναπέδες, πολυθρόνες και θέσεις στο δημόσιο και να τον μετατρέπουν σε στρατιωτάκι του παραλόγου. Δηλαδή κανονικό στρατιωτάκι.

Και όταν τολμήσεις να τους ξεσκεπάσεις, όταν τολμήσεις με τη δική σου ελευθερία του λόγου και τους θεσμούς που τόσο φτύνουν, να τους αποδομήσεις και να τους σταματήσεις, τότε βγαίνουν και κλαίνε και σου λένε ότι είσαι φασίστας. Εσύ τους σταματάς. Ότι η άποψή τους έχει βαρύτητα επειδή έτσι πιστεύουν. Και θα πρέπει να ακούγονται. Οι μακαρθιστές σε κατηγορούν για μακαρθισμό.

Βέβαια, έτσι πάει. Η ελευθερία λόγου είναι καλή μόνο όταν μας συμφέρει.

Άρα ποιο είναι το πρόβλημα ρε Στελάρα;

Το πρόβλημα είναι ότι μειώνεται ο διάλογος. Τα επιχειρήματα συμπιέζονται σε ένα λογικό σφάλμα. Πετάμε τις λέξεις «ελευθερία λόγου» για να εξισώσουμε δύο πλευρές οι οποίες όχι μονο δεν εξισώνονται, αλλά δεν βρίσκονται καν στην ίδια εξίσωση.

Κι αντί να κοιτάμε το δάσος, μιλάμε για ένα δέντρο. Αλλά μέσα μας πιστεύουμε ότι υπερασπιστήκαμε το δάσος. Δεν μίλησε κανείς για το βιβλίο του ΟΕΔΒ «Σεξουαλική διαγωγή, διαφυλικές σχέσεις», το οποίο κατάργησε η εκκλησία. Δεν μιλάει κανείς από αυτούς για το ότι στην Α’ λυκείου, που είναι μη υποχρεωτική εκπαίδευση, Θρησκευτικά και Ιστορία έχουν τις ίδιες ώρες διδασκαλίας.

Αν ξέρατε τι βλέπουμε και τι ακούμε όσοι περάσαμε από την εκπαίδευση, θα σας τρόμαζε. Που μιλάς στα παιδιά για τους γαμέτες και νομίζουν ότι είναι βρισιά για τους επιθετικούς του ΠΑΟΚ. Που λες τη λέξη «αναπαραγωγή» και σου απαντάνε ότι βλέπουν τσόντες, αρκεί.

Καλλιεργούμε συστηματικά το σκοτάδι και την ανωριμότητα στα σχολεία με αποτέλεσμα τα θέματα που διδάσκονται να θεωρούνται ταμπού (αν είναι δυνατόν να θεωρείται ταμπού κάτι που είναι στο πρόγραμμα της εκπαίδευσης), οι άνθρωποι αδυνατούν να αναγνωρίσουν ένα κανονικό επιχείρημα από ένα χαλκευμένο, αλλά ταυτόχρονα νιώθουν έτοιμοι να υπερασπιστούν τα κεκτημένα τους. Όχι τα 500 ευρώ βασικό. Αλλά το αν θα κάνει μια γυναίκα έκτρωση μετά από βιασμό.

Ασχοληθείτε με τη μόρφωσή σας. Βέβαια, είναι δικαίωμά σας να μην το κάνετε. Και είναι δικαίωμά μου να σας πω ότι η αμορφωσιά σας, είναι δικό σας πρόβλημα. Ασχοληθείτε καλύτερα με τις φακές και τα γεμιστά.

Δεν είναι δύσκολο να παλεύεις με έναν αμόρφωτο που θέλει να μορφωθεί. Είναι δύσκολο να παλεύεις με έναν αμόρφωτο που νομίζει ότι είναι ο θεός ο ίδιος. Που δεν θέλει να απελευθερωθεί από τις αγκυλώσεις του, που αγνοεί τα πραγματικά στοιχεία. Που μάχεται για την ελευθερία του λόγου, ενώ βαθιά μέσα του θέλει να την καταργήσει.

Είναι κουραστικό να κάνουμε πίσω συνέχεια όσοι έχουμε επιχειρήματα γιατί για κάποιον μυστήριο λόγο, είναι δικό μας πρόβλημα ότι καταλαβαίνουμε παραπάνω. Κι όχι, για να προλάβω τους κακεντρεχείς αυτό δεν είναι ελιτισμός. Άλλη μια αντίδραση που μειώνει οποιαδήποτε κουβέντα.

Κάνεις κριτική κάπου γιατί είτε ζηλεύεις είτε είσαι ελιτιστής. Μέχρι και εκεί το κάνουν. Μετατρέπουν τα πάντα σε ένα συναίσθημα και μια μοναδιαία μάχη, ώστε να αποδείξουν ότι είναι θύματα.

Είναι ένα ανησυχητικό φαινόμενο που στέλνει την κοινωνία στα άκρα, αποσιωπά ή προκαλεί σε παράνοια τις ενημερωμένες φωνές και καταλήγουν να κανονικοποιούνται ιδεολογικά φρόκαλα με μηδενική συγγένεια με την πραγματικότητα.

Μπράβο μας. Και εις ανώτερα.