του Θάνου Καμήλαλη
Το πρόγραμμα λοιπόν του Κυριάκου Μητσοτάκη και της κυβέρνησής του ξεκινάει με «αυτοπεποίθηση» και με στρατιωτικού εξοπλισμούς δισεκατομμυρίων. Τα τελευταία χρόνια δεν έγιναν αυτές οι προμήθειες, λόγω και των οικονομικών δυνατοτήτων της χώρας. Οπότε τώρα, που η οικονομία πετάει (ύφεση 15,2% το δεύτερο τρίμηνο του 2020) είναι η κατάλληλη μάλλον στιγμή. Φταίει φυσικά η τουρκική προκλητικότητα, βεβαίως, με τον κακό τρελό σουλτάνο Ερντογάν, που παραβιάζει (μη αναγνωρισμένα διεθνώς) ελληνικά «δικαιώματα» και που μαζί του υπογράφουμε μυστικές συμφωνίες στο Βερολίνο, μόνο που το αναφέρουμε μονάχα στο εξωτερικό.
Ξεχωρίζει επίσης η αναφορά του Πρωθυπουργού σε μια προηγούμενη περίοδο αγοράς εξοπλιστικών, όπως υποβρύχια που έγερναν, την οποία χαρακτήρισε μία φάση «πολυέξοδων και όχι πάντα εύστοχων αγορών». Αυτό είναι ένας εξαιρετικά εύσχημος τρόπος να μιλήσεις για την διόγκωση του δημοσίου χρέους αλλά και για μίζες. Μάλλον εννοεί μόνο την περίοδο του Άκη Τσοχαντζόπουλου, του μόνου που μπήκε φυλακή για τέτοιες «όχι εύστοχες» αγορές, δεν εξηγείται αλλιώς. Επίσης, την προηγούμενη δεκαετία της «αποεπένδυσης» κατα τον Πρωθυπουργό, στις αμυντικές δαπάνες, παρά το γεγονός ότι στην αγορά εξοπλισμών η Ελλάδα βρέθηκε χαμηλά στη λίστα, συνεχίζει να είναι μονίμως μία από τις ελάχιστες χώρες του ΝΑΤΟ που δαπανά άνω του 2% του ΑΕΠ της για την Άμυνα. Το 2019 για παράδειγμα, ήμασταν δεύτεροι πίσω μόνο από τις ΗΠΑ.
Ακολούθησε η παρουσίαση των έξι σημείων του εξοπλιστικού προγράμματος, που περιλαμβάνει μαχητικά αεροσκάφη, φρεγάτες, τορπίλες, αντιαρματικά κ.α. Μόνο που ο Πρωθυπουργός, μολονότι μπορούσε να αναφέρει πως τα αεροπλάνα και ο φρεγάτες που αγοράζουμε είναι τα καλύτερα στο είδος τους, δεν μπόρεσε να μας πει το κόστος. Δεν θα είχε αρκετή Αυτοπεποίθηση για να το κάνει μάλλον. Οι σχετικές πληροφορίες πάντως, που δημοσιεύονται εδώ και εβδομάδες κάνουν λόγο για συνολικό κόστος 10 δισεκατομμυρίων μακροπρόθεσμα. Σχετικά με κόστη βέβαια, μάθαμε τουλάχιστον, στο περίπου, πόσο κόστισαν οι αναρτήσεις του Γάλλου Προέδρου, Εμανουέλ Μακρόν, στα ελληνικά, για τις οποίες γράφονται διθυραμβικά άρθρα περί «φιλέλληνα» και ξεχνώντας επίσης και τα συμφέροντα της γαλλικής πολυεθνικής Total στα θαλάσσια οικόπεδα Ελλάδας και Κύπρου. «Pax Mediteranea!» έγραψε πανηγυρικά ο Μακρόν στο τουίτερ του την Πέμπτη, μετά τη Σύνοδο των χωρών του Νότου, παραφράζοντας το Pax Romana και εννοώντας «Ειρήνη στη Μεσόγειο». Κάτι δεν πάει καλά εδώ.
Ενδεικτική των προτεραιοτήτων και η σύγκριση: 15.000 προσλήψεις στρατιωτικών σε βάθος πενταετίας, μόλις 4.000 προσλήψεις, η καλύτερα μονιμοποιήσεις, κυρίως νοσηλευτών, εξήγγειλε ο Μητσοτάκης. Τίποτα παραπάνω για Παιδεία. Σε κάποια ζητήματα λοιπόν, υπάρχουν οι δημοσιονομικοί περιορισμοί, δεν υπάρχουν λεφτόδεντρα, δεν προκαλείται «περηφάνια» και «αυτοπεποίθηση».
Ακολούθησαν τα οικονομικά μέτρα για την πανδημία, τα οποία όμως έχουν βραχύβια ημερομηνία λήξης, είτε το τέλος του 2020 (π.χ. προστασία πρώτης κατοικίας) είτε το 2021 (μείωση ασφαλιστικών εισφορών, κατάργηση εισφοράς αλληλεγγύης). Δεν είναι τυχαίο φυσικά, ούτε συγκρίνεται με τα δισ, των εξοπλιστικών, Για παράδειγμα, με τον νέο Πτωχευτικό Κώδικα που έχει καταθέσει η ΝΔ, προστασία της πρώτης κατοικίας δεν θα υπάρχει το 2021. Αυτό που θα υπάρχει θα είναι η δυνατότητα της «ατομικής πτώχευσης» και η μετατροπή της πρώτης κατοικίας σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα, για όσους δεν μπορούν να εξυπηρετούν το δάνειό τους. Κι αν το ενοίκιο καθυστερεί τρεις μήνες, τότε θα έρχεται η έξωση. Tα όργανα της Ε.Ε και της Ευρωζώνης προτίθενται να διατηρήσουν μια κάποια χαλαρότητα στους δημοσιονομικούς στόχους και το 2021, επομένως το μόνο που μπορεί να υποσχεθεί ο Πρωθυπουργός είναι πολύ περιορισμένα μέτρα για ενάμιση χρόνο.
Παράλληλα, επειδή οι «μεταρρυθμίσεις» που μάθαμε πολύ καλά την τελευταία δεκαετία τι σημαίνουν, δεν είναι δυνατόν να σταματήσουν λόγω ενός επουσιώδους γεγονότος όπως η πανδημία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προτίθεται να προχωρήσει κανονικά στην ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης. Γι αυτό είχε προϊδεάσει ο σύμβουλος του Πρωθυπουργού, Αλέξης Πατέλης και πολύ απλά, πέρα από όμορφα λόγια περί «ατομικών κουμπαράδων», σημαίνει, αφενός ελλείμματα στα δημόσια ασφαλιστικά ταμεία, αφετέρου «κουμπαράδες» που θα είναι στα χέρια μεγάλων ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών και θα «επενδύονται» από αυτές στην «ελεύθερη αγορά», με τον απαραίτητο σε τέτοιες περιπτώσεις κίνδυνο. Αν ο ιδιώτης βαρέσει κανόνι βέβαια, όπως έχουμε δει στην υπόθεση της ΑΣΠΙΣ, ή όπως με τον αμερικανικό κολοσσό, AIG, στις ΗΠΑ το 2008, τότε μπορεί ο ασφαλισμένος να βρίσκει τον κουμπαρά του κάπως άδειο και το κράτος να αναλαμβάνει το κόστος διάσωσης.
Επιστρέφουμε λοιπόν πάλι στα περί «Αυτοπεποίθησης». Υπάρχει και μία άλλη όψη. Να νιώθει αυτοπεποίθηση ο πολίτης αυτής της χώρας ότι δεν είναι απροστάτευτος απέναντι στον εργοδότη του. Να νιώθει αυτοπεποίθηση γιατί το παιδί του θα μπορεί να φοιτήσει σε ένα δημόσιο σχολείο, με επαρκείς δασκάλους, μονιμοποιημένους και όχι αναπληρωτές με συμβάσεις – λάστιχο ακόμα και τρίμηνες, σε κατάλληλες αίθουσες, σε ολιγομελή τμήματα για να λάβει πολύτιμη εκπαίδευση. Να νιώθει αυτοπεποίθηση γιατί θα ξέρει ότι αν αρρωστήσει αυτός ή κάποιος δικός του, θα βρεθεί σε ένα δημόσιο νοσοκομείο, με επαρκές προσωπικό, που δεν θα δουλεύει απλήρωτες και εξαντλητικές υπερωρίες, δεν θα περιμένει μέρες για μια εξέταση και ένα χειρουργείο, δεν θα είναι σε κίνδυνο οι ζωτικής σημασίας θεραπείες του, δεν θα τον στοιβάζει σε ράντζα και θα έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (ναι υπάρχουν κι αυτοί οι εξοπλισμοί) για να τον βοηθήσει στο πρόβλημά του. Να νιώθει αυτοπεποίθηση γιατί δεν θα εξαρτάται από το επόμενο μηνιάτικο για να επιβιώσει, δεν θα κινδυνεύει να χάσει το σπίτι του λόγω της νέας οικονομικής κρίσης, δεν θα γίνει «εργαζόμενος-φτωχός» (working poor), θα είναι εργαζόμενος, με δικαιώματα και όχι «ωφελούμενος» ή «απασχολούμενος». Να νιώθει αυτοπεποίθηση γιατί οι υπόλοιπες εξουσίες (δικαστική, ΜΜΕ) θα εκτελούν τους ρόλους τους και δεν θα υποκύπτουν σε στοχοποιήσεις, πιέσεις, παρεμβάσεις και κομματικές προτιμήσεις.
Αυτά, ή έστω η κατεύθυνση προς αυτά, θα έδιναν αυτoπεποίθηση, περηφάνια για την Πολιτεία. Κινούμαστε ακριβώς αντίθετα όμως.