Το βράδυ της περασμένης Κυριακής, μία απίστευτη καταγγελία ξεκίνησε τον γύρο του διαδικτύου, και σε λίγα μόλις λεπτά της ώρας βρισκόταν ήδη σε συζητήσεις ανθρώπων σε όλη τη χώρα. Η καταγγελία μιλούσε για εισβολή αστυνομικών των ΕΚΑΜ σε κινηματογράφο για να βγάλουν από την αίθουσα ανήλικους, οι οποίοι που παρακολουθούσαν ταινία ακατάλληλη δι’ ανηλίκους, και μάλιστα κατόπιν σχετικής καταγγελίας υπαλλήλων του υπουργείου Πολιτισμού. Όσο η «είδηση» παρέμενε «καταγγελία στα κοινωνικά δίκτυα» αντιμετώπισε τη χλεύη διαφόρων επώνυμων και ανώνυμων λογαριασμών, ενώ τις πρώτες ώρες παρέμεινε εκτός μαρκίζας των μεγάλων ενημερωτικών ιστοσελίδων, πλην ελαχίστων -αντιπολιτευτικών- εξαιρέσεων. Η «είδηση» έγινε είδηση για το σύνολο του Τύπου μόνο όταν η κυβέρνηση αναγκάστηκε να πάρει θέση για όσα ήδη είχαν διαδοθεί σε όλες τις γωνιές του διαδικτύου, στην προσπάθειά της να διασκεδάσει τις εντυπώσεις. Και τις διασκέδασε, μαζί με εμάς, αυτό είναι το μόνο σίγουρο.

Χρειάστηκε ένα διαφωτιστικό ρεπορτάζ της Εφημερίδας των Συντακτών και έπειτα ένα του Έθνους, για να αναγκαστεί να δημοσιεύσει και το Αθηναϊκό Πρακτορείο την πρώτη απόπειρα της κυβέρνησης να διαχειριστεί την επικοινωνιακή κρίση, η οποίο ήταν κάτι παραπάνω από πρόδηλο πως ξεσπάει. Ακολούθως -ω του θαύματος- η «είδηση» έγινε κανονική είδηση και για την πλειοψηφία των ΜΜΕ, αφού έφτασε μέχρι και στις σελίδες του Πρώτου Θέματος και της Καθημερινής, και το επόμενο πρωί στις τηλεοράσεις. Η συνέχεια γνωστή και εξίσου απολαυστική.

Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά στις ημέρες μας που μία αδιανόητη είδηση μένει εκτός. Η περίπτωση της καταδίκης του συμβούλου του Κυριάκου Μητσοτάκη, δεξί χέρι για την ακρίβεια, θα πρέπει ήδη να αποτελεί για τμήματα σχολών δημοσιογραφίας παράδειγμα προς εξέταση για τον τρόπο με τον οποίο τα κοινωνικά δίκτυα είναι πλέον σε θέση να επιβάλλουν στη συστημική ενημέρωση την ατζέντα, ή έστω μέρος αυτής.

Ούτε μία, ούτε δύο, αλλά τρεις ημέρες χρειάστηκαν για να γίνει «είδηση» η καταδικαστική απόφαση για ένα επιφανές και επιτελικό στέλεχος της στενής ομάδας του -εν αναμονή τότε- πρωθυπουργού. Παρότι τον περασμένο Φεβρουάριο το δίκτυο «έσπασε» από τις οργισμένες αναρτήσεις πολιτών που ανακάλυπταν την είδηση της καταδίκης του συμβούλου του Κυριάκου Μητσοτάκη, Νίκου Γεωργιάδη για το αδίκημα της ασέλγειας κατά ανηλίκου άνω των 15 ετών έναντι αμοιβής κατ΄ εξακολούθηση και κατά συρροή, το θέμα υπήρχε τα πρώτα 24ωρα μόνο για τους χρήστες του διαδικτύου και για τον «προοδευτικό Τύπο». Άντε, και στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Δημοκρατία», που ανάγκασε τον ΣΚΑΪ και την εκπομπή Οικονόμου – Αναστασοπούλου να δείξουν πρωτοσέλιδο της ίδιας ημέρας, αλλά του… μακρινού 2016!  (Εδώ και το βίντεο, διότι έχει κατέβει).

Δύο ημέρες πήρε και στην ίδια τη Νέα Δημοκρατία για να προχωρήσει σε κάποια σχετική ανακοίνωση, ώσπου τελικά, υπό το βάρος της κοινωνικής κατακραυγής το θέμα μπήκε στις σελίδες των εφημερίδων και σε κάποια δελτία ειδήσεων, αφού στο μεταξύ βρέθηκε και στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Φυσικά, με την προσέγγιση του συνόλου του -αντιπολιτευόμενου τότε- Τύπου να περιορίζεται στην παράθεση της θέσης του κόμματος του Κ. Μητσοτάκη, όμως η γύμνια φάνηκε καθαρά. Όσο καθαρά φάνηκε και στην περίπτωση της… αστροναύτισσας Αντωνιάδου. Ένα από τα «πουλέν» του πολιτικομιντιακού κατεστημένου επί σειρά ετών, ο μύθος της οποίας κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος όταν κάποιος απλώς επιχείρησε να κάνει μία μικρή έρευνα για το φανταχτερό περιτύλιγμα με το οποίο επίμονα την στόλιζαν σε τηλεοπτικά πάνελ και βραβεύσεις.

Πίσω στα πιο επίκαιρα, θα έλεγε κανείς πως μία υπόθεση όπως αυτή της εισβολής αστυνομικών σε κινηματογραφικές αίθουσες για να ελέγξουν εάν παρανόμως βρίσκονται εκεί ανήλικοι για να παρακολουθήσουν «απαγορευμένη» ταινία, θα κέντριζε το ενδιαφέρον των δημοσιογράφων των «κυρίαρχων» μέσων ενημέρωσης. Ζητήματα όπως οι πολιτικές ευθύνες της ηγεσίας της αστυνομίας, οι έτερες του υπουργείου Πολιτισμού και τελικά της κυβέρνησης, οι εντολές που δόθηκαν, οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν, τα «τρομαγμένα παιδιά», οι «αγανακτισμένοι γονείς», οι κινηματογράφοι που «δεν μπορούν να δουλέψουν έτσι», αναμφίβολα έως το περασμένο καλοκαίρι θα έβγαζαν με άνεση ένα τριήμερο μονοθεματικών εκπομπών στην ελληνική τηλεόραση.

Αντ’ αυτού, την επικοινωνιακή καταιγίδα της Δευτέρας διαδέχτηκε το γενικό σιωπητήριο της Τρίτης, παρότι δεν έχει γίνει ακόμα ξεκάθαρο το τι ακριβώς συνέβη από πλευράς κυβέρνησης.  Και ούτε και θα γίνει πιο ξεκάθαρο. Έτσι απλώς, ή θα περάσει στη λήθη ένα ακόμα «επικοινωνιακό φάλτσο» της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ή που θα «παρακολουθείς τις ειδήσεις να διαδέχονται η μία την άλλη και να διαψεύδουν τις προηγούμενες μέχρι να τρελαθείς», που λέει και μια ψυχή.

Ας είναι… Τουλάχιστον, οι πολλαπλές επικοινωνιακές γραμμές της κυβέρνησης μας χάρισαν αυτό το σπαρταριστό κείμενο του καθηγητή Παντελή Μπάγκου, που αποτελεί το απαύγασμα της κουρελιασμένης ομπρέλας που προσπαθούσε σπαρακτικά ο επικοινωνιακός της βραχίονας -μάταια- να ανοίξει όλη την περασμένη Δευτέρα (εδώ το κείμενο).

Μασαζοκαλσόν

Ακόμα και για εκείνους που πιστεύουν πως τα παραπάνω, η επικοινωνιακή κάλυψη του Τζόκερ ή παλιότερα του συμβούλου Γεωργιάδη δεν αποτελούν αντικειμενικά παραδείγματα σήψης, οι λαβές που έχουν δοθεί από τις δύο πλευρές του γνωστού τριγώνου από τα πρώτα τους δείγματα γραφής είναι πολύ περισσότερες. Παρακολουθώντας τα πεπραγμένα μίας κυβέρνησης που -κατά γενική ομολογία- έχει αθετήσει τις περισσότερες από τις κεντρικές προεκλογικές υποσχέσεις της πριν καν κλείσει τον τρίτο μήνα στη διακυβέρνηση της χώρας, θα περίμενε κανείς από τα μέσα ενημέρωσης να έχουν γίνει στενός κορσές για την σημερινή πολιτική εξουσία. Φευ.

Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι πια προδοτική αλλά «εθνικά επωφελής». Η τραγωδία στο Μάτι είναι αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής και όχι της «δολοφονικής αναλγησίας του κρατικού μηχανισμού», ούτε και προκαλεί η τοποθέτηση Τσουβάλα. Η χαλάρωση των ελέγχων σε επιχειρηματίες και ιδιοκτήτες ΜΜΕ είναι «αναπτυξιακή μεταρρύθμιση», η αποδόμηση συνδικαλιστικών και εργασιακών δικαιωμάτων είναι «φιλεργατικές ρυθμίσεις που αρνείται η αντιπολίτευση», ενώ φωτογραφικές τροπολογίες πάνε και έρχονται. Επιχειρηματίες μπαινοβγαίνουν στο Μέγαρο Μαξίμου, η «γαλαζιοποίηση» της ΕΡΤ με το γραφείο Τύπου ΝΔ και το «ρεπορτάζ ΝΔ» να αναλαμβάνουν διοίκηση και ενημέρωση αντίστοιχα δεν τους μοιάζει με την κομματικοπόιηση που κατήγγειλαν έως σήμερα, το φεστιβάλ φωτογραφικών διατάξεων για επιχειρηματικά συμφέροντα παραμένει αόρατο, ο πρωθυπουργός κάνει μπάνια Οκτώβρη μήνα και ενώ ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ μιλάει για στρατιωτική επέμβαση κατά της Τουρκίας, και μία σειρά άλλες ειδήσεις δημοσίου ενδιαφέροντος, σήμερα δεν περνάνε ούτε για μονόστηλο.

Κι ακόμα, σιωπή για την παράληψη των δηλώσεων Μέι σε Μητσοτάκη για τη Συμφωνία των Πρεσπών από το Αθηναϊκό Πρακτορείο, ακόμα μεγαλύτερη για την στρατιωτικοποίηση του προσφυγικού και την προώθηση του δόγματος «νόμος και τάξη», ακόμα εκκωφαντικότερη για τον διεθνή εξευτελισμό του πρωθυπουργού στο BBC. Ακόμα και η Βενεζουέλα, που αποτέλεσε όλο το προηγούμενο διάστημα προνομιακό πεδίο κριτικής και μάλιστα ιδεολογικού επιπέδου, κατέληξε γρήγορα ένα ακόμα μεγαλειώδες βατερλώ της κυβέρνησης Μητσοτάκη, με τον σύμβουλο Πιπίνη να φωτογραφίζεται κάτω από τα κάδρα του Τσάβες και του Μαδούρο και να μην αναφέρεται ούτε ως σχόλιο.

Το δε ντοκιμαντέρ της ελβετικής τηλεόρασης για το σκάνδαλο των παράνομων χρηματοδοτήσεων της Novartis, που περιλαμβάνει τις καταθέσεις των τριών προστατευόμενων μαρτύρων της αμερικανικής δικαιοσύνης, πλήθος έγκυρων στοιχείων της διεθνούς έρευνας και ακόμα μεγαλύτερο πλήθος ελληνικών αναφορών και ντοκουμέντων, δεν βρήκε τον δρόμο για τις τηλεοράσεις και τις εφημερίδες. Μόνο όταν η ανάγκη επικοινωνιακής διαχείρισης της πολυλογίας του Άδ. Γεωργιάδη το απαίτησε, και αφότου ο ίδιος έριξε λάδι στη φωτιά με τις δηλώσεις του για τους «Τσίπρα και Πολάκη που χρηματίζονται» που αμέσως έγινε «αν είχα στοιχεία θα πήγαινα στον εισαγγελέα».

Ξεφυλλίζοντας πρόσφατα ένα από τα δεκάδες συγκλονιστικά άρθρα του Κώστα Εφήμερου για τη δημοσιογραφία στα χρόνια του μνημονίου, έπεσα σε ένα όπου σχολίαζε την κατάσταση των ελληνικών και διεθνών ΜΜΕ, με αφορμή ένα ρεπορτάζ του Star για χρυσαυγίτη του οποίου τη σβάστικα έσβηνε live κατά τη διάρκεια του δελτίου ειδήσεων (εάν δεν το έχετε δει χάνετε, βρείτε το εδώ). Όπως και στη σημερινή περίπτωση, έτσι και τότε, τα παραδείγματα τέτοιας δημοσιογραφίας ήταν άπειρα, με τον ίδιο όμως να επικεντρώνεται σε μερικά «ελληνικά» χαρακτηριστικά της:

Αυτό όμως που θέλω να σημειώσω δεν είναι η κακή ποιότητα της παγκόσμιας δημοσιογραφίας. Είναι μάλλον φυσιολογικό οι κυβερνήσεις και οι ολιγάρχες να επιθυμούν την παρουσίαση της «δικής τους αλήθειας» και είναι απόλυτα φυσιολογικό να βρίσκονται πρόθυμοι δημοσιογράφοι που κινούμενοι είτε από τα χρήματα, είτε απλά από τη φιλοδοξία τους αναλαμβάνουν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη.

Αυτό που κάνει τη διαφορά όμως στη χώρα μας είναι η έλλειψη ντροπής. Τα ΜΜΕ θάβουν τις υποθέσεις και καλύπτουν τους δημοσιογράφους ακόμα και όταν πιάνονται στα πράσα, όπως στην περίπτωση της σβησμένης σβάστικας. Κανείς δεν παραιτείται, κανείς δεν απολύεται για λόγους δεοντολογίας. Αντίθετα πολλοί απολύονται ακριβώς επειδή αρνούνται να μετατραπούν σε κονδυλοφόρους της γραμμής του εκάστοτε μέσου.

Και ακόμα χειρότερα η διαφθορά στον τομέα των ΜΜΕ φτάνει μέχρι και στα ανώτατα θεσμικά όργανα που υποτίθεται ότι δημιουργήθηκαν για να εξασφαλίσουν την ποιότητα των μέσων.

Κώστας Εφήμερος – 27/8/2014 – «Το σύγχρονο όπιο του λαού (και τι να κάνουμε για να μην το πιούμε)»

Τουναντίον λοιπόν, αντί για στενό κορσέ παρακολουθούμε τα περισσότερα ελληνικά ΜΜΕ ως… μασαζοκαλσόν του Καρατζαφέρη, που φροντίζει με στοργή τη ροή του αίματος αυτής της κυβέρνησης, με διθυράμβους ακόμα και για υποθέσεις όπως του μικρού Παναγιώτη – Ραφαήλ. Μία ακόμα υπόθεση για την οποία διαβάζουμε και ακούμε ύμνους για τη συμβολή του Κικίλια και της Novartis, ενώ εκείνο που άνοιξε τον δρόμο για την θεραπεία του παιδιού ήταν η συγκινητική αλληλεγγύη του κόσμου.

Κάν’ το όπως το 2010

Το ζήτημα δεν είναι καινούριο. Άλλωστε, αντίστοιχη ήταν η κατάσταση στη συστημική ενημέρωση και κατά την έλευση της κρίσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στη χώρα, με το λουκέτο στην Ελευθεροτυπία και το Άλτερ, καθώς και τις εκδιώξεις δημοσιογράφων από τα λεγόμενα μεγάλα ΜΜΕ να δεσπόζουν. Όλοι μαζί τότε στη γραμμή του «μαζί τα φάγαμε». Βέβαια, εκείνο το σχέδιο δεν πήγε και πολύ καλά, αφού το «σιωπητήριο» των ΜΜΕ για την πραγματικότητα που βίωναν οι πολίτες οδήγησε αρχικά στις πλατείες του 2011, στη συνέχεια στον «κίνδυνο» του καλοκαιριού του 2012, στη μεγαλειώδη σφαλιάρα του «Όχι» στην μηντιακή προπαγάνδα, και τελικά στην «αριστερή παρένθεση», που παρέδωσε με τη σειρά της στο τρίτο μνημόνιο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Με την επάνοδο όμως στην εξουσία του οικονομικοπολιτικομηντιακού συστήματος που χρεοκόπησε τη χώρα, φανερώνεται πως εάν έχει αλλάξει κάτι, είναι η πιο ανελέητη επιβολή του σιωπητηρίου. Εκείνο που για έναν μέσο παρατηρητή προκύπτει διά γυμνού οφθαλμού είναι πως η χώρα αυτή τη στιγμή έχει καταφανές έλλειμμα ανεξάρτητης δημοσιογραφίας, και σίγουρα δεν ευθύνεται ο… δημοσιογραφικός αποδεκατισμός που κατάφερε η λίστα των δεκάδων δημοσιογράφων που πλέον κάθονται στα κυβερνητικά έδρανα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που η έρευνα του Ινστιτούτου Reuters του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης καταγράφει τη χώρα μας στην 36η θέση σε σύνολο 38 στον δείκτη εμπιστοσύνης των πολιτών στα ΜΜΕ.

Το αποκαλύπτουν καταγγελίες όπως της Εφημερίδα των Συντακτών για μεθοδεύσεις εναντίον της κυκλοφορίας της από την μοναδική εταιρεία διανομής τύπου της χώρας, συμφερόντων Μαρινάκη. Το περιγράφουν οι έτερες της εφημερίδας Documento για οικονομικό στραγγαλισμό, και μάλιστα κατ’ εντολή Μητσοτάκη, που έχει ήδη οδηγήσει σε απολύσεις. Το συνθέτει η ανελέητη στοχοποίηση δημοσιογράφων όπως η Γ. Παπαδάκου και ο Κ. Βαξεβάνης που -μέχρι σήμερα- κατ’ ουσίαν «διώκονται» για τα ρεπορτάζ και την αποκαλυπτική δημοσιογραφία τους, αφού οι αποκαλύψεις τους εκτείνονται από τη λίστα Λαγκάρντ έως το υπαρκτό σκάνδαλο των παράνομων χρηματοδοτήσεων της Novartis. Το επιβεβαιώνει η άρνηση συστημικών μέσων να δημοσιεύσουν ακόμα και υπογεγραμμένα κείμενα συνεργατών τους που είναι επικριτικά για την κυβέρνηση, όπως με τη λογοκρισία του Γ. Καρελιά, ή ακόμα εφιαλτικότερα, από την καταδικαστική ανακοίνωση της διοίκησης της ΕΡΤ για προσωπική ανάρτηση του δημοσιογράφου Ν. Αγγελίδη στα κοινωνικά δίκτυα, την οποία κατακεραύνωσε η ΕΣΗΕΑ.

Η σημερινή -ισχνή σε δυνάμεις-  ερευνητική δημοσιογραφία που επιχειρεί να ελέγξει την κυβέρνηση για τα πεπραγμένα της, βρίσκεται στο στόχαστρο ως «όργανο της αντιπολίτευσης», ενώ κάθε δημοσιογραφικός έλεγχος αντιμετωπίζεται ως «αντιπολίτευση που κρίθηκε στις εκλογές». Όλα αυτά, απέναντι σε μια πανστρατιά τηλεοπτικών, ηλεκτρονικών και έντυπων μέσων ενημέρωσης που διαγραφόταν και πριν τις εθνικές εκλογές, μία η αριβιστική «Black Water της ενημέρωσης», που σήμερα επελαύνει σε τηλεοράσεις, ραδιόφωνα και εφημερίδες, συνεχίζοντας να ηγεμονεύει τον δημόσιο διάλογο, παρά τις αντιστάσεις του διαδικτύου.

Χαρακτηριστικός δε της πειθαρχίας της πλειοψηφίας των ΜΜΕ αυτών στην κυβέρνηση είναι και ο τρόπος που πλέον καλύπτουν το προσφυγικό ζήτημα, την ώρα που η κυβέρνηση προωθεί νομοσχέδιο που αποδομεί τον ίδιο τον ορισμό του πρόσφυγα. Σε μία νύχτα, το «προσφυγικό ζήτημα», έγινε «προσφυγικό/μεταναστευτικό», ακολούθως «μεταναστευτικό», ενώ πρόσφατο δελτίο ειδήσεων της κρατικής τηλεόρασης μιλούσε ανοιχτά για λαθρομετανάστευση. Στη γλώσσα, δηλαδή, του Άδωνι Γεωργιάδη και των ομοϊδεατών του, χωρίς καμία ουσιαστική συζήτηση επί των διεθνών στοιχείων (που διαφωνούν με την παρουσιαζόμενη πραγματικότητα).

Ντολμαδάκια με φύλλο συκής

Αποκαλυπτική αυτού του τρόπου με τον οποίο δουλεύει το σύστημα της ενημέρωσης ήταν και η συνέντευξη του πρωθυπουργού στον Νίκο Χατζηνικολάου, έστω και εξ αντανακλάσεως. Εκτός του ότι η προβολή της ανέδειξε αναδρομικά το ταλέντο της Σταματίνας Τσιμτσιλή στις προσωπικές συνεντεύξεις, οι αντιδράσεις που προκάλεσε ήταν πιο ενδιαφέρουσες -και ήταν δημόσιες.

Η κριτική που δέχθηκε ο επιφανής δημοσιογράφος, εκδότης και πρόεδρος των εκδοτών από τον κόσμο για τα «ντολμαδάκια» του ήταν τόσο μεγάλη, που τον έφερε ακόμα και στο στόχαστρο των σκιτσογράφων της Καθημερινής, μίας εφημερίδας με κοινή αφετηρία με τη δική του. Ο δημοσιογράφος απάντησε με κουίζ για… προχωρημένους, εκλαμβάνοντας το ξεκαρδιστικό σκίτσο ως επίθεση από την εφημερίδα. Ένα για διευθυντή εφημερίδας «που παίζει παιχνίδια πίσω από την πλάτη του αφεντικού του, εξυπηρετώντας… αφιλοκερδώς τα συμφέροντα εταιρείας συμφερόντων συγγενούς υπουργού!», και ένα δεύτερο για διευθυντή εφημερίδας που «μετέχει στον πρωινό καφέ ισχυρής πρεσβείας και γλύφει το χέρι του πρέσβη κατά την έναρξη και κατά τη λήξη της συνεδρίασης».

Δυστυχώς, τις απαντήσεις στα κουίζ που έθεσε δεν έδωσε μέχρι και σήμερα ο εκδότης και δημοσιογράφος, ενώ ως «απάντηση» της Καθημερινής εκλήφθει η αποκάλυψη για «φωτογραφικές» διατάξεις της κυβέρνησης για «επιχειρήσεις έκδοσης εφημερίδων πανελλήνιας κυκλοφορίας, που όχι μόνο δεν είναι ασφαλιστικά και φορολογικά ενήμερες, αλλά που οι ιδιοκτήτες τους δεν φρόντισαν καν να προβούν σε ρύθμιση οφειλών», ανεξαρτήτως εάν ο εκδότης ξεκαθάρισε λίγες ημέρες νωρίτερα και σε όλους τους τόνους ότι τα δάνειά του είναι ενήμερα.

Ανοίγοντας το κάδρο λίγο παραπάνω, μεγαλύτερη ευκρίνεια αλλά και εύλογες απορίες για την κατάσταση προσφέρουν άρθρα όπως αυτό του -συνήθως ενημερωμένου και με υψηλές προσβάσεις- Μανώλη Κοττάκη, που σκιαγραφεί τις «πρώτες ρωγμές στη διαπλοκή του ενός» από τις επιλογές της κυβέρνησης, τοποθετώντας τον άρχοντα του μεγάλου λιμανιού στον ρόλο του «ενός», ο οποίος ήδη ελέγχει τεράστιο αριθμό μέσων και δικτύων ενημέρωσης για σύγχρονο δυτικό κράτος. Απορίες που θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε σε αυτή του Γιώργου Πετρόπουλου στο e-tetradio, «αν όντως έχουμε τις πρώτες ρωγμές στη διαπλοκή του ενός, αυτό σημαίνει το τέλος της διαπλοκής ή την διεύρυνσή της;».

Απορίες και παρατηρήσεις που μαζί με όλες τις παραπάνω συνθέτουν ένα -αν μη τι άλλο- ζοφερό και τοξικό περιβάλλον για τους πολίτες και την ίδια την ενημέρωση, την ίδια ώρα που αυτό παρουσιάζεται ως «επιστροφή στην κανονικότητα».

Σε ζωντανή σύνδεση

Σε ένα άλλο άρθρο του για τον τρόπο που λειτουργεί ο Τύπος στην Ελλάδα, ο Εφήμερος μοιάζει να περιγράφει με τον πιο περιεκτικό τρόπο το προφίλ των «μεγάλων μαγαζιών» της ενημέρωσης ακόμα και σήμερα. Στη «Δημοσιοβραχία» λοιπόν, εν μέσω θέρους του 2014, ο Κώστας έγραφε:

«Ο Τύπος στην Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό λειτουργεί ως κατασκευαστής και όχι ως καταγραφέας ειδήσεων (και πολύ πιο σπάνια ως ανασκαφέας). Κι αν τελικά ορισμένες φορές γίνονται αποκαλύψεις, συνήθως αυτές έρχονται μέσα από μια διαδικασία αυτολογοκρισίας όπου είναι θεμιτό να έρχεται στο φως ένα σκάνδαλο εφόσον σε αυτό εμπλέκονται μόνο οι «εχθροί» του αφεντικού».

Το πόσα έχουν αλλάξει σήμερα, πέντε χρόνια αργότερα, το καταμαρτυρούν τόσο η λυσσαλέα προσπάθεια των ΜΜΕ αυτών να αποφύγουν ακόμα και τους κανόνες που έβαζε μετά από 30 χρόνια ο -σε πολλά σημεία αδύναμος- νόμος Παππά για τις τηλεοπτικές άδειες, όσο και με τη σειρά χαριστικών ρυθμίσεων που έκανε η κυβέρνηση απέναντί τους μόλις στους τρεις πρώτους μήνες διακυβέρνησής της. Όπως με την αρχειοθέτηση και την αθώωση της πλειοψηφίας των υπέρογκων δανείων τους από τις τράπεζες, καθώς και με τις διατάξεις υπέρ χρεωμένων εκδοτών και της απαλλαγής «επενδυτών» σε εφημερίδες και κανάλια από την υποβολή πόθεν έσχες, που εσχάτως θέσπισε. Και βέβαια, με την εξασφάλιση της ασυλίας για τραπεζίτες που έδωσαν τα προηγούμενα χρόνια αφειδώς τα επιχειρηματικά θαλασσοδάνεια που πέταξαν τις τράπεζες στην ξέρα.

«Έχω υπογράψει προσωπική εγγύηση στην τράπεζα 15 εκατ. ευρώ, αλλά δεν σημαίνει ότι έχω τα λεφτά cash. Με αέρα πήραμε τα δάνεια» δήλωνε στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για τα δάνεια των κομμάτων και των ΜΜΕ ο υιός του Σταύρου Ψυχάρη, Παναγιώτης, που χρησίμευσε στο να μάθουμε τουλάχιστον για πρώτη φορά με ποιες πρακτικές και πόσα χρήματα κυκλοφόρησαν τα τελευταία χρόνια μεταξύ των τριών πλευρών του περιβόητου «τριγώνου της διαπλοκής». Μία υπεράσπιση που, σε συνδυασμό με την αθωωτική απόφαση της Δικαιοσύνης για τον ίδιο και τους τραπεζίτες που χορήγησαν τα δάνεια στον κραταιό ΔΟΛ, θα μπορούσε να μοιάζει με μια εκκωφαντική πανηγυρική δήλωση αθανασίας ενός ολόκληρου οικονομικοπολιτικού συστήματος της Ελλάδας της χρεοκοπίας.

Κάπως έτσι, γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο πως η συνταγή της συντριπτικής πλειοψηφίας των μεγάλων ελληνικών ΜΜΕ απέναντι σε υποθέσεις που αγγίζουν μεγάλα πολιτικά και επιχειρηματικά συμφέροντα, παραμένει αυτή που έχει αποδειχθεί μέχρι και σήμερα, ειδικά μετά την νεκρανάστασή τους το 2015. Έγραψε ιστορία στα μεγάλα σκάνδαλα των προηγούμενων ετών όπως αυτό της Siemens και του Χρηματιστηρίου, επιβεβαιώνεται από την σκευωρία που βλέπουν στον επιβεβαιωμένο και διεθνή -και ερευνώμενο από τις αμερικανικές αρχές- χορό δισεκατομμυρίων που στήθηκε μέσω Novartis επάνω στην Ελλάδα, και συνοψίζεται στην φράση του δημοσιογράφου του ΣΚΑΪ κατά την γελοιοδέστατη επιχείρηση απομάκρυνσης του γνωστού ως «ΚΕΠ του Ρουβίκωνα» ή «ΚΕΠ αναρχικών», σε ζωντανή τηλεοπτική σύνδεση:

«Δεν ήταν ΚΕΠ ρε παιδιά με την έννοια που το ξέρουμε εμείς. Δεν γινόταν διεκπεραίωση εγγράφων. Έτσι το είχαμε ονομάσει εμείς, δημοσιογραφική αδεία, ας πούμε. “ΚΕΠ αναρχικών”, εντάξει…»

Δημοσιογραφική αδεία η πολιτική ζωή του τόπου, όλη. Δημοσιογραφική αδεία, μετ’ αποδοχών πάντα, για να μην ξεχνιόμαστε.

ΥΓ. «Ίσως να έχει έρθει η ώρα να δημιουργηθεί ένα σχήμα που δεν θα εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα από την εκάστοτε κυβέρνηση το οποίο θα έχει ως στόχο την διαφύλαξη του ιερότερου αγαθού σε μια δημοκρατία: αυτό της ενημέρωσης. Αναρωτιέμαι δηλαδή μήπως ήρθε η ώρα να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους αφενός όσοι πραγματικά σέβονται το λειτούργημα της δημοσιογραφίας αλλά κυρίως αυτοί που έχουν το μεγαλύτερο συμφέρον από μια πιο υγιή ενημέρωση: Εσάς» κατέληγε τότε στον επίλογο του κειμένου του για το σύγχρονο όπιο του λαού ο Κώστας.

Εμείς λέμε πως η ώρα ήρθε.

Διαβάστε ακόμα: 

Το λίγο και το πολύ