του Θάνου Καμήλαλη
Ας υποθέσουμε όμως ότι όλα αυτά δεν συμβαίνουν στην Ελλάδα, αλλά συμβαίνουν σε ένα μακρινό κράτος για το οποίο μαθαίνουμε τι συμβαίνει από απόσταση. Μαθαίνουμε λοιπόν, αρχικά ότι η κυβέρνηση αυτού του κράτους μοίρασε 20 εκατ. Ευρώ στα Μέσα μαζικής Ενημέρωσης για «επικοινωνιακή καμπάνια» λόγω της πανδημίας του Covid-19. Μέχρι εδώ καλά, σίγουρα αυτή η κυβέρνηση θα θέλει τους πολίτες της ενημερωμένους. Μόνο που, αρνήθηκε επανειλημμένα να δημοσιοποιήσει τη λίστα και όταν τελικά το έκανε, αποκαλύφθηκε ότι όχι μόνο έξαιρεσε από τη χρηματοδότηση μία εφημερίδα που ασκεί ερευνητική δημοσιογραφία εναντίον της, αλλά και το ότι η (μικρή) μερίδα του Τύπου που της ασκεί σοβαρή κριτική έλαβε δυσανάλογα μικρότερα ποσά από φιλοκυβερνητικά μέσα. Κρατικό χρήμα σπαταλήθηκε με πολιτικά κριτήρια, προκαλώντας την αντίδραση διεθνών ενώσεων Τύπου, που έστειλαν επιστολή στους Μητσοτάκη και Πέτσα.
Στη συνέχεια, μαθαίνουμε ότι η κυβέρνηση βάζει στο στόχαστρο της διαδηλώσεις, εισάγοντας περιορισμούς που υπερβαίνουν των συνταγματικών προβλέψεων. Μαθαίνουμε ότι απέναντι στο νομοσχέδιο αυτό στέκονται διεθνείς οργανώσεις που ασχολούνται με τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, όπως η Διεθνής Αμνηστία, φορείς όπως οι Δικηγορικοί Σύλλογοι της χώρας, η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής κ.α. Αν κοιτάξουμε λίγο καλύτερα, θα διαβάσουμε και τις δηλώσεις του αρμόδιο υπουργού: «Η Δημοκρατία στενάζει στις διαδηλώσεις» και «καταργούμε αναχρονισμούς που ονομάστηκαν δικαιώματα». Παράλληλα, αυτή η εξέλιξη συμβαίνει σε μια χώρα που έχει συστημικό πρόβλημα αστυνομικής βίας, που καταγράφεται σε βίντεο ακόμα και την ημέρα ψήφισης του νόμου περιορισμού των διαδηλώσεων. Διαχρονικό ζήτημα που, αν ανατρέξουμε στον τελευταίο χρόνο, έχει επανέλθει δριμύτερο και με την ανοχή, ή και ενθάρρυνση της πολιτικής ηγεσίας. Μια μέρα, στα πρώτα θέματα της ειδησεογραφίας μπαίνει ο αιφνίδιος θάνατος ενός ακτιβιστή, από άγνωστη αιτία, έναν μήνα μετά τον άγριο ξυλοδαρμό του στον Βόλο. Ο αρμόδιος υπουργός σπεύδει οργισμένος, μέσω του Υπουργείου του, να επιτεθεί σε ΜΜΕ που καλύπτουν την είδηση και έμμεσα στην αντιπολίτευση. Λίγες μέρες μετά, γράφει άρθρο για να μας ενημερώσει ότι το πρόβλημά του δεν είναι η βία και η αυθαιρεσία των «δυνάμεων της Τάξης», αλλά οι πολίτες, ίσως και οι φωτορεπόρτερ, που βιντεοσκοπούν τη βία και την αυθαιρεσία. Στο μεταξύ, έχουν καταμετρηθεί τρία ακόμα θύματα αστυνομικής αυθαιρεσίας, που συλλαμβάνονται και τους επιβάλλεται ένας προωτοφανής περιοριστικός όρος: απαγόρευση συμμετοχής σε δημόσια διαμαρτυρία.
Η χώρα αυτή επίσης, συζητάει για μια υπόθεση Διαφθοράς στον χώρο του φαρμάκου.Μια πολυεθνική, ονόματι Νοvartis έχει παραδεχθεί, υπό το βάρος της έρευνας των αμερικανικών αρχών, τις αθέμιτες πρακτικές της στη χώρα την περίοδο 2012-2015, συμφωνώντας να καταβάλλει πάνω από 300 εκατ. ευρώ σε αποζημίωση. Η Βουλή όμως αυτής της χώρας, δεν συζητάει αυτό. Συζητάει για το πώς όλη αυτή η τεράστια υπόθεση, που φαίνεται να έχει ζημιώσει με εκατοντάδες εκατομμύρια τα κρατικά ταμεία (στην καλύτερη), είναι μια «σκευωρία», στημένη από την προηγούμενη κυβέρνηση. Η επιστροφή του κόμματος που κυβερνούσε την επίμαχη περίοδο (και έχει, έστω, την πολιτική ευθύνη), φέρνει τελικά τις διώξεις του πρώην αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης αλλά και της Εισαγγελέα Διαφθοράς που ερευνά (ακόμα, θεωρητικά) την υπόθεση και είχε ασκήσει μία δίωξη κατά πρώην υπουργού, για παθητική δωροδοκία. Την ίδια στιγμή μάλιστα, που υπάρχει ένα άλλο πόρισμα, από τον αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αποδομεί μία προς μία τις καταθέσεις που εμπλέκουν την Εισαγγελέα Διαφθοράς σε «κατάχρηση εξουσίας». Στο στόχαστρο της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας μπαίνουν μάλιστα και δημοσιογράφοι, που έχουν γράψει για την υπόθεση, την εξέλιξη των ερευνών, τα εμπλεκόμενα πρόσωπα και τις υπουργικές αποφάσεις εκείνης της περιόδου. Με το τεκμήριο της αθωότητας να ισχύει για όλους, ανεξαρτήτως χρώματος, όλο και κάποια ερωτηματικά προκαλούν τα συγκεκριμένα γεγονότα.
Για παράδειγμα, είναι δυνατόν να δίνεται η δυνατότητα πολιτικούς να… αυτοαθωώνονται για τέτοιες υποθέσεις, μέσω της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας; Είναι δυνατόν να μην τέθηκε, έστω σε μια φράση, κάποιου κυβερνητικού στελέχους, η στοιχειώδης υποχρέωση (όχι δυνατότητα, υποχρέωση) του Δημοσίου να διεκδικήσει αποζημίωση από τη Novartis; Το βασικότερο εξ’αυτών είναι, ποιος δικαστικός λειτουργός θα επιχειρήσει ξανά να ελέγξει υποθέσεις Διαφθοράς στη συγκεκριμένη χώρα; Η λογική, τουλάχιστον, επιχειρείται να διαβρωθεί σοβαρά.
Με δεδομένο ότι όλα αυτά εχουν συμβεί ή ολοκληρωθεί μέσα σε έναν μήνα, ο οποιοσδήποτε ανυποψίαστος, μακρινός αναγνώστης θα μπορούσε να αναρωτηθεί εύλογα: Σαν πολλά δεν είναι; Και με δεδομένο ότι η συγκεκριμένη κυβέρνηση έχει κλείσει μόλις έναν χρόνο στην εξουσία, ο ίδιος αναγνώστης θα έπρεπε να είναι εξαιρετικά ανήσυχος, καθώς είναι εμφανές ήδη ότι κάτι πάει πολύ λάθος. Σε συνδυασμό φυσικά με το γεγονός ότι η πανδημία θα φέρει και ένα, νέο, κύμα οικονομικής κρίσης.
Όταν η Νέα Δημοκρατία κέρδισε της Ευρωεκλογές του 2019, με τη σοκαριστική για όλους, δεξιά και αριστερά, διαφορά των 9 μονάδων, χαρακτηρίσαμε το αποτέλεσμα ως «Παλινόρθωση», πολιτική, μιντιακή, ιδεολογική. Ήταν η μέρα που η εξουσία, με αρωγό τα λάθη του ΣΥΡΙΖΑ, έφυγε από τους «περιστασιακούς ενοίκους», όπως το είχε περιγράψει ο Κώστας Σημίτης και επέστρεψε στους «ιδιοκτήτες» της. Βλέποντας τα πεπραγμένα της κυβέρνησης εδώ και έναν χρόνο, μπορούμε να μιλάμε για κάτι χειρότερο. Ένα ολόκληρο σύστημα εξουσίας, που οδήγησε την Ελλάδα στη διαρκή χρεοκοπία, έχει επιστρέψει δριμύτερο και με τάσεις ρεβανσισμού, με ιδεολογία που συνοψίζεται στα «Ποτέ ξανά!» που φώναζε ο Αντώνης Σαμαράς την Τετάρτη στη Βουλή.
Χτυπάνε, για να το πούμε απλά. Διαδοχικά και ανελέητα, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, από το περιβάλλον και την Παιδεία μέχρι τις Τράπεζες και τα δημοσιονομικά. Και δυστυχώς, οι περιστάσεις της πανδημίας, μαζί και με άλλες συγκυρίες (κουρασμένη κοινωνία, αξιωματική αντιπολίτευση σε φάση ενδοσκόπησης κ.α.) θα τους δώσουν το έδαφος να χτυπήσουν παραπάνω. To «πάντα ήταν έτσι» δεν είναι επιχείρημα και δεν θα ισχύει. Μπορούν όλα να γίνουν χειρότερα.
Παρακολουθούμε κάθε μέρα, τη διολίσθηση προς κάτι αυταρχικότερο, τη θωράκιση ενός ζοφερού συστήματος και ακριβώς τις ίδιες πρακτικές που και οδήγησαν στη χρεοκοπία και μεγένθυναν την κρίση. Με περιφρόνηση για θεσμούς και δικαιώματα, με εκδικητικότητα, έπαρση, ανευθυνότητα και θράσος. Όχι κι «άσχημα» για μόλις έναν χρόνο.