του Θάνου Καμήλαλη
Καταρχάς, θα πρέπει να είναι σαφές ότι μια συνάντηση μεταξύ του Έλληνα Πρωθυπουργού και του προέδρου των ΗΠΑ δεν είναι ποτέ συζήτηση μεταξύ ίσων. Τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, δεν είναι καν μία «διαπραγμάτευση». Αυτό για πολλούς μοιάζει αυτονόητο, καλώς για κάποιους, κακώς για άλλους, αλλά υπάρχει ένα ολόκληρο σύστημα που ασχολείται με την ελληνική «ατζέντα», την «πειθώ» του Πρωθυπουργού κατά τις συνομιλίες και προσπαθεί να πείσει για τις ελληνικές επιτυχίες αμέσως μετά, ή τουλάχιστον να παραπέμψει για τους καρπούς της «συνεργασίας» σε ένα αόριστο μέλλον.
Θυμάστε για παράδειγμα τη συνάντηση Τσίπρα – Τραμπ, που σημαδεύτηκε από τον χαρακτηρισμό «διαβολικά καλός» του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ προς τον «πλανητάρχη»; Τότε, είχε ανακοινωθεί η προετοιμασία για προμήθεια μαχητικών αεροσκαφών F-16, αιφνιδιαστικά από τον ίδιο τον Τραμπ. Θυμάστε επίσης όταν, ουσιαστικά κατά λάθος, μάθαμε ότι πουλάμε όπλα στη Σαουδική Αραβία, τα οποία χρησιμοποιούνται στην εξόντωση του πληθυσμού της Υεμένης, γιατί «και να μην το κάνουμε δεν υπάρξει ειρήνη»; Θυμάστε τη δήλωση του τότε κυβερνητικού εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρη Τζανακόπουλου, ότι ο Τσίπρας στις ΗΠΑ «εκπροσώπησε τη χώρα και όχι τις προσωπικές του πολιτικές καταγωγές»; Θυμάστε ότι λίγο καιρό μετά από αυτήν τη συνάντηση, ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις για το «Μακεδονικό»; Είτε συμφωνεί κανείς είτε διαφωνεί με τη Συμφωνία των Πρεσπών ως κείμενο και λύση, το ότι οι ΗΠΑ απαίτησαν να υπάρχει οριστική συμφωνία δεν θα πρέπει να αμφισβητείται.
Τα παραπάνω δεν τα επαναφέρουμε τόσο για να ανασύρουμε έργα και ημέραι της προηγούμενης κυβέρνησης και νυν αξιωματικής αντιπολίτευσης, όσο για να γίνει σαφές ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο τελετουργικό, ή modus operandi, στις συνομιλίες Ελλάδας – ΗΠΑ, ειδικά τα τελευταία χρόνια. Ξεκάθαρα και ωμά, αυτό που συμβαίνει, είναι ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός ταξιδεύει στην Ουάσινγκτον, ακούει τα αμερικανικά αιτήματα, που με τους όρους που λειτουργεί η διεθνής πολιτική εμφανίζονται σταδιακά στον δημόσιο διάλογο, κουνάει το κεφάλι καταφατικά και ελπίζει σε κάποια δήλωση στήριξης στα δικά του αιτήματα ώστε να μπορεί να παρουσιάσει έναν φερετζέ «επιτυχίας».
Επειδή η Νέα Δημοκρατία έχει ένα «ταλέντο» να τα κάνει όλα χειρότερα, ή πιο ξεκάθαρα κι έντονα, από τον ΣΥΡΙΖΑ, στην επίσκεψη Μητσοτάκη στις ΗΠΑ είναι σαφές ότι δεν κερδίσαμε απολύτως τίποτα, μόνο δώσαμε. Αυτή ή όλο και μεγαλύτερη αποδοχή, εμπλοκή και ταύτιση της χώρας με τους σχεδιασμούς της υπερδύναμης στην περιοχή, μοιάζει ολοένα και πιο επικίνδυνη, σε μία εποχή που οι εντάσεις στην ευρύτερη περιοχή (βλ.Μέση Ανατολή), παραμένουν ή και εντείνονται (βλ.Ιράν). Ας τα πάρουμε όμως ένα ένα:
1) Την ώρα που η κατάσταση στη Μέση Ανατολή ήταν κάτι πολύ παραπάνω από τεταμένη και η παγκόσμια κοινότητα τηρούσε από στάση αναμονής μέχρι «κρατούσε την ανάσα» της, ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσέφερε την πλήρη στήριξη της Ελλάδας στη δολοφονία του Ιρανού υποστράτηγου, Κασέμ Σολεϊμανί, από τις αμερικανικές δυνάμεις. Μια δολοφονία που, ανεξάρτητα της άποψης του καθενός γύρω από το πρόσωπου του Σολεϊμανί, παραβίασε κάθε κανόνα Διεθνούς Δικαίου, μία δολοφονία στρατιωτικού ηγέτη, σε «μη εμπόλεμη» κατάσταση, μία δολοφονία μάλιστα που σύμφωνα με τον πρωθυπουργό του Ιράκ, πραγματοποιήθηκε ενώ ο Σολεϊμανί είχε κληθεί για να συζητήσει ειρηνευτική συμφωνία με δυνάμεις συμμάχους των ΗΠΑ. Η πλήρης δήλωση Μητσοτάκη, κατά τη συμμετοχή του στο Atlantic Counsil την Τρίτη ήταν η παρακάτω:
«Πρώτον είμαστε σύμμαχοι με τις ΗΠΑ. Στεκόμαστε στο πλευρό των συμμάχων μας σε δύσκολες περιόδους. Καταλαβαίνω πως η συγκεκριμένη απόφαση ελήφθη λαμβάνοντας υπόψη το εθνικό συμφέρον των ΗΠΑ και στηρίζουμε αυτήν την απόφαση. Την ίδια στιγμή, πρέπει να έχουμε πλήρη επίγνωση ότι υπάρχουν ευρείες ανησυχίες για πιθανή κλιμάκωση και πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες ώστε να γίνουν κινήσεις που θα αποκλιμακώσουν την ένταση, τώρα που οι ΗΠΑ έδωσαν ένα σαφές μήνυμα σε σχέση με τις κόκκινες γραμμές που είναι διατεθειμένες να χαράξουν προκειμένου να κινηθούν προς μια πρωτοβουλία που θα αποκλιμάκωνε την ένταση. Και ελπίζω αυτό το μήνυμα να το έλαβαν όλοι. Είχαμε και ακόμα έχουμε πολύ στενούς δεσμούς με τον Αραβικό κόσμο και θεωρούμε τους εαυτούς τίμιους παίχτες στην περιοχή, αλλά δεν ξεχνάμε ποιοι είναι οι σύμμαχοί μας και πού ανήκουμε γεωπολιτικά».
Με αυτήν την κίνηση του Πρωθυπουργού, η ελληνική κυβέρνηση κατάφερε να προκαλέσει διπλωματικό επεισόδιο με το Ιράν. Όπως επιβεβαίωσε το πρωί του Σαββάτου ο υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας, η πρεσβεία του Ιράν έχει στείλει επίσημο διάβημα διαμαρτυρίας, ενώ δημοσιογραφικές πληροφορίες λένε πως σύμφωνα με την ιρανική πλευρά «ούτε άλλες χώρες της ευρωπαϊκής Ένωσης με τις οποίες έχουμε κακές σχέσεις δεν τοποθετήθηκαν έτσι». Προφανώς η είδηση αυτή έπαιξε σε ελάχιστα ΜΜΕ, τα υπόλοιπα ήταν απασχολημένα με τις πρωτότυπες δηλώσεις του Έλληνα ΥΠΕΞ για το «πόσο πετυχημένη ήταν η επίσκεψη Μητσοτάκη».
Προφανώς επίσης, τίποτα δεν είναι τυχαίο και οι συμβολισμοί σε τέτοια ζητήματα έχουν τη σημασία της. Με την στήριξη Μητσοτάκη στη δολοφονία Σολεϊμανί η Ελλάδα επιβεβαίωσε ότι συμμετέχει ενεργά στις συρράξεις στην ευρύτερη περιοχή, με εξαιρετικά σημαντική στήριξη τόσο σε πολιτικό – διπλωματικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο υποδομών. Αυτό το «οι σχέσεις Ελλάδας – ΗΠΑ είναι στο καλύτερο επίπεδο όλων των εποχών» που παπαγαλίζεται συχνά τελευταία, έχει και αρνητική σημασία. Πάνω σε αυτό:
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει υπογράψει από τον Οκτώβριο και είναι έτοιμη να περάσει από τη Βουλή την επικαιροποίηση του Πρωτοκόλλου Τροποποίησης της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (Mutual Defense Cooperation Agreement – MDCΑ). Πρόκειται για την αναβαθμισμένη εκδοχή της Συμφωνίας που είχει υπογράψει η Ελλάδα με τις ΗΠΑ επί κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, το 1990. Το «αμυντική συνεργασία» μην σας μπερδεύει, αυτό που περιέχει είναι η αναβάθμιση και η επέκταση των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα. Ανάλογες «προτάσεις» είχε κάνει και ο πρώην υπουργός Άμυνας, Πάνος Καμμένος, στην αμερικανική πλευρά, τα προηγούμενα χρόνια.
Παράλληλα, τις τελευταίες μέρες δημοσιεύματα κατάγραψαν αυξημένη παρουσία και έντονη κινητικότητα αμερικανικών δυνάμεων στην Ελευσίνα και, τη Σούδα και τη Ρόδο, ενώ περισσότερα από δέκα στρατιωτικά ελικόπτερα φέρονται να ανεφοδιάζονται από βάσεις στην Ελλάδα, στο ταξίδι τους με προορισμό τη Μέση Ανατολή. Πληροφορίες επίσης αναφέρουν ότι στις 13 Ιανουαρίου αναμένονται στην Ελευσίνα και άλλες μονάδες ειδικών δυνάμεων των ΗΠΑ, «για συνεκπαίδευση με τις ελληνικές». Θα πρέπει τέλος, να υπενθυμισουμε μία φράση του νυν υπουργού Άμυνας, Νίκου Παναγιωτόπουλου, τον Νοέμβριο, προς αμερικανό αντιστράτηγο, που δεν απασχόλησε όσο θα έπρεπε τον δημόσιο διάλογο. «Οι άνδρες μας μάτωσαν δίπλα σε Αμερικανούς στρατιώτες στους πολέμους στους οποίους συμμετείχαμε, και αυτό θα γίνει επίσης και στο μέλλον.»
Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνουν ότι σε ένα σκηνικό μόνιμης έντασης στη γειτονιά μας, με συγκεκριμένα στρατόπεδα, η Ελλάδα έχει διαλέξει ξεκάθαρα πλευρά. Καμία ουδετερότητα, καμία προσπάθεια «πολυδιάστατης και πολυεπίπεδης εξωτερικής πολιτικής», καμία προσπάθεια μη εμπλοκής. Είμαστε με αυτούς και αν χρειαστεί «ματώνουμε». Βέβαια, σε ένα τέτοιο σενάριο, δεν θα ματώσουμε όλοι…
2) Την ίδια στιγμή, στο μείζον αίτημα της ελληνικής πλευράς σχετικά με την τουρκική επιθετικότητα και παρά το γεγονός αυτής της περίφημης «άριστης συνεργασίας», δεν πήραμε τίποτα. Ο Τραμπ απέφυγε να αναφερθεί στο θέμα των ελληνοτουρκικών, ενώ σύμφωνα με απαντήσεις αξιωματούχων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στον ανταποκριτή του ΑΝΤ1, δεν υπάρχει κανένα σχέδιο διαμεσολάβησης των ΗΠΑ για τις διαφορές Ελλάδας – Τουρκίας. Τίποτα από αυτά φυσικά δεν είναι καινούριο, το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ έχουν τον μόνιμο ρόλο του Πόντιου Πιλάτου στα ελληνοτουρκικά. Βέβαια, παράλληλα, συμμετέχουν ανοικτά στην ένταση μεταξύ των δύο κρατών, με τον πιο επωφελή τρόπο. Πουλώντας όπλα.
3) Όπως έγινε ξεκάθαρο κατά την επίσκεψη Μητσοτάκη και τις σχετικές δηλώσεις ελλήνων αξιωματούχων, η Ελλάδα σχεδιάζει να αγοράσει μαχητικά αεροσκάφη F-35 από τις ΗΠΑ. Ο υπουργός Άμυνας μάλιστα αναφέρθηκε, σε συνέντευξή του, λεπτομερώς στον σχεδιασμό, μιλώντας για «περίπου 24» αεροσκάφη, που θα κοστίσουν σε βάθος χρόνου πάνω από 3 δισεκατομμύρια ευρώ στο ελληνικό κράτος και θα παραδοθούν στη χώρα από το 2024. Πριν από αυτά φυσικά, υπάρχει μια ολόκληρη διαδικασία διαπραγματεύσεων, ωστόσο από τις πολλές αναφορές προκύπτει ότι η συναλλαγή φαίνεται να έχει κλειδώσει σε θεσμικό επίπεδο. Κατά τα λοιπά, στελέχη της κυβέρνησης ψάχνουν «επενδύσεις» στις ΗΠΑ, για να τονωθεί η ελληνική οικονομία. Μέσα σε όλα, υπάρχουν εδώ και χρόνια σοβαρές αμφιβολίες διεθνώς για την ικανότητα και την αξία του συγκεκριμένου τύπου μαχητικών αεροσκαφών.
4) Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στο περιθώριο της επίσκεψής του στις ΗΠΑ, ο Πρωθυπουργός αποφάσισε να προσφέρει ετήσια χορηγία ύψους 2 εκατ. ευρώ, αναδρομικά μάλιστα από πέρσι, στη Θεολογική Σχολή της Βοστώνης. Πέραν των πολλών ερωτημάτων σχετικά με την αξία μιας τέτοιας «δωρεάς», δημοσίευμα του ομογενειακού Τύπου κάνει λόγο για «μέγα σκάνδαλο», υποστηρίζοντας ότι η Σχολή μαστίζεται από κατασπατάληση χρήματος, έχει λιγότερους από 100 μαθητές, οι οποία δεν μαθαίνουν γρυ ελληνικά και βρίσκεται ένα βήμα από τη διάλυση.
Κι αυτά είναι όσα ξέρουμε, όσα ανακοινώθηκαν και όσα διέρρευσαν. Σε τέτοιες συναντήσεις υπάρχει πάντα μία γκάμα θεμάτων που δεν γνωρίζουμε. Κάνοντας ξανά μια μικρή αναλογία με τη συνάντηση Τσίπρα – Τραμπ, πόσο πιθανό είναι να συζητήθηκε τότε η λύση του «Μακεδονικού». Κι αν η ιστορία επαναλαμβάνεται, με δεδομένα τα πιθανά κοιτάσματα πετρελαίου στο Αιγαίο και το ενδιαφέρον μεγάλων πολυεθνικών για έρευνες και εξορύξεις στην περιοχή, αλλά και τη γενική ένταση, πόσο πιθανό είναι να πάρουν, κάποια στιγμή σειρά η κατάσταση στο Αιγαίο, δηλαδή η συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων, αλλά και η Κύπρος; Οι ΗΠΑ μπαίνουν αυτήν τη στιγμή σε μια προεκλογική περίοδο, ενόψει των εκλογών του Νοεμβρίου του 2020, που προμηνύεται σκληρή. Μετά όμως; Η τελευταία τετραετία του αμερικανού προέδρου επεφύλασσε για τα Βαλκάνια τη λύση του Μακεδονικού. Ίσως η επόμενη, ειδικά αν ο Τραμπ επανεκλεγεί, να επιφυλάσσει επεισόδια ή ακόμα και «λύσεις» σε άλλα «εθνικά θέματα».
Συνοπτικά, παρακολουθήσαμε μια εβδομάδα γεμάτη αποτυχίες. Από απερίσκεπτες δηλώσεις στήριξης επιθετικών πολεμικών ενεργειών εναντίον άλλου κράτους, στα κλασικά χτυπήματα στην πλάτη για τα ελληνοτουρκικά κι από τη βιασύνη για περισσότερες πολεμικές βάσεις στη χώρα σε αγορά αμφιβόλου ποιότητας πανάκριβων εξοπλισμών, με «κερασάκι στην τούρτα» μία σκιώδη οικονομική συναλλαγή. Δεν τα λες και λίγα, δεν τα λες και υπεύθυνα, δεν τα λες κι ακίνδυνα. Τα λες, πολύ σοβαρά, ακριβά και ντροπιαστικά λάθη.