Το 1957 οι αρχές μόλις είχαν επιστρέψει στον Τελόνιους Μονκ την Κάρτα Καμπαρέ. Είχε φυλακιστεί για ναρκωτικά – δεν ήταν δικά του, απλώς δε θέλησε να καρφώσει. Με την έξοδό του από τη φυλακή, περίμενε πως και πως την επιστροφή της Κάρτας: να ξαναπαίξει σε τζαζ κλαμπ! Η συναυλία που θα έδινε, στη Βαλτιμόρη, ήταν από τις μεγάλες του χαρές. Και ακόμη περισσότερο, που πήγαινε από τη Νέα Υόρκη στη Βαλτιμόρη οδικώς, με αυτοκίνητο, χωρίς την ταλαιπωρία των λεωφορείων του Απαρτχάιντ. Και τι αυτοκίνητο! Την ανοικτή μπέντλεϋ της Νίκα the jazz baroness Ρόθτσάιλντ, επισήμως γνωστής ως Βαρώνη Pannonica de Koenigswarter, το γένος Ρόθτσάιλντ – γένος που την αποκλήρωσε: μιά πραγματικά μοναδική γυναίκα, στην οποία η τζαζ κι εμείς οφείλουμε πολλά. Κα, επίσης, πάλλευκη.

Η Νίκα οδηγούσε. Τη συνόδευαν ο Τελόνιους Μόνκ και ο Τσάρλυ Ρόους. Στο ύψος του Ντελαουέρ, λίγο μετά την πόλη Νιού Κασλ, ο Μονκ ζήτησε τουαλέτα. Τον ταλαιπωρούσε ο προστάτης του κι η Νίκα το ήξερε. Άρχισε να ψάχνει μαγαζί που θα μπορούσε να του επιτρέψει να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα. Πέρασαν την πόλη ψάχνοντας και τελικά ανακάλυψαν – νόμισαν- αυτό που έψαχναν στην εθνική, στο δρομο για Βαλτιμορη, και στο Παρκ Πλάζα Μοτέλ εντ Μπαρ, που είχε στην είσοδο την επιγραφή All Welcome, Ολοι Καλοδεχούμενοι.

Όλοι; όχι όλοι… Ενας μαύρος πολύ καλοντυμένος, εντυπωσιακός άνδρας, και μια πλούσια λευκή σε μια ανοικτή μπέντλεϋ προκαλούσαν κάθε ρατσιστικό ένστικτο της Αμερικής – ειδικά κάτω από τη γραμμή Μέησον Ντίξον (the Mason Dixon Line), το όριο μεταξύ Βορρά και Νότου. Επετράπη στον Μονκ να χρησιμοποιήσει την σχετική τουαλέτα. Το πρόβλημα ξεκίνησε όταν ζήτησε από την λευκή γκαρσόνα ένα ποτήρι νερό, γιατί είχε διψάσει. Εκείνη αρνήθηκε να τον σερβίρει. Πως θα χρησιμοποιούσε το ποτήρι για το Λευκό πελάτη, μετά;

Με τη Μπέντλεϋ παρκαρισμένη απέξω, τη Νίκα στο τιμόνι και τη δίψα οδηγό, ο Μονκ έμεινε να κοιτάει περιφρονητικά, αμίλητος, τη λευκή γκαρσόνα που του αρνούνταν ένα ποτήρι νερό. Κι εκείνη, θυμωμένη με τον θρασύ νέγρο, κάλεσε την αστυνομία. Όταν έφτασαν οι αστυνομικοί, ο Μονκ μπήκε γρήγορα στη μπέντλεϋ. Πίστευε ότι θα τον προστατεύσει, πιθανώς. Έκανε λάθος. «Βγες έξω, γαμημένε νέγρε!», Get out of the car you fucking nigger!, του φώναζαν οι αστυνομικοί, πριν καταλάβουν ότι μπορούσαν να τον δείρουν και μες στο αυτοκίνητο. Από το κατεβασμένο παράθυρο άρχισαν να του κτυπούν με γκλομπ τα χέρια, ειδικά τα χέρια, τα χέρια ενός από τους μεγαλύτερους πιανίστες στην ιστορία της μουσικής.

Μέχρι που του τα έσπασαν. Γιατί τόλμησε να ζητήσει ένα ποτήρι νερό σε λευκό μαγαζί. Γιατί η Μπέντλεϋ της βαρώνης έδειχνε πως «είχε ξεχάσει τη θέση του στην αμερικάνικη κοινωνία», όπως θα έλεγε κι ο Άνσλιντζερ. Γιατί αυτός, ένας μαύρος, κυκλοφορούσε με μια Λευκή. Τρία στα τρία. Ένα για κάθε ραγισμένο κόκκαλο.

Oh, Lord, don’t let ’em shoot us!

Oh, Lord, don’t let ’em stab us!

Oh, Lord, don’t let ’em tar and feather us!

Oh, Lord, no more swastikas!

Oh, Lord, no more Ku Klux Klan!

Name me someone who’s ridiculous, Danny.

Governor Faubus!

Why is he so sick and ridiculous?

He won’t permit integrated schools.

Then he’s a fool! Oh Boo!

Boo! Nazi Fascist supremacists

Boo! Ku Klux Klan (with your Jim Crow plan)

Κύριε, μη τους αφήσεις να μας πυροβολήσουν!

Κύριε, μη τους αφήσεις να μας μαχαιρώσουν!

Κύριε, μην αφήσεις να μας σκεπάσουν πίσσα και πούπουλα!

Κύριε, όχι άλλη Κου Κλουξ Κλαν!

Πες μου κάποιον τελείως γελοίο, Ντάννυ.

Ο κυβερνήτης Φάμπους!

Γιατί είναι τόσο απαίσιος και γελοίος; δεν επιτρέπει μεικτά σχολεία.

Άρα είναι ηλίθιος! Μπου!

Μπου! Ναζί φασίστες «υπέρτεροι λευκοί»

Μπου! Κου κλουξ Κλαν με τους νόμοι σου του Τζιμ Κρόου

Fables of Faubus, Τσαρλς Μίνγκους

Ήταν λες και γεννήθηκε θυμωμένος ο Τσάρλυ Μίνγκους. Και είχε κάθε λόγο. Στην αυτοβιογραφία του, το Beneath the Underdog (ελλ. Χειρότερα κι από σκυλιά, εκδ. Εξάντας),  αναφέρει πως η μητέρα του «η κόρη ενός αγγλοκινέζου και μιας νοτιοαμερικάνας» τον απέκτησε με τον γιό «ενός μαύρου εργάτη γης και μιας σουηδέζας». Η μάνα του κι ο πατριός του τον ανάθρεψαν ως λευκό ως τα 14 του, οπότε «η μάνα αποκάλυψε στην οικογένεια ότι ο πατέρας του ήταν ένας μαύρος σκλάβος», κι αυτό σημαινε ότι ήταν ανεπιθύμητος. Στα 14 του έπρεπε να φύγει, γνωρίζοντας πως πιά δεν έχει κανέναν. Ήταν πάντα απότομος, πάντα μες στα νεύρα, λένε οι άλλοι τζαζίστες. Ο δίκαιος θυμός. Γι’ αυτόν, το χρώμα ήταν απλώς η δικαιολογία για την αδικία, την καταπίεση, την εκμετάλλευση.

Ο Δίκαιος Θυμός. Αυτός που εκφράστηκε και μουσικά, με συγκλονιστικό τρόπο, όταν, το 1957, στο Άρκανσω, ο κυβερνήτης Ορβαλ Φάμπους έστειλε την Εθνική Φρουρά ώστε να μην επιτραπεί σε μαύρους μαθητές να πάνε σχολείο – σε ένα, μόλις ανακηρυχθέν ως μεικτό, δημόσιο σχολείο.

Το κομμάτι Τα Παραμύθια του Φάμπους (Fables of Faubus) κουβαλούσε όλο το θυμό του, ήταν μιά κανονική πολιτική δήλωση που δεν έκρυβε λόγια. Σκοπός του ήταν να το περιλάβει στον (σημαντικότατο κι ιστορικό, έτσι κι αλλοιώς) δίσκο Mingus Ah Um του 1959, τον πρώτο του δίσκο στην Columbia Records. Η εταιρία αρνήθηκε, ωστόσο, να συμπεριλάβει το κομμάτι με τους στίχους του Μίνγκους. Στην πρώτη του παρουσίαση, περιλήφθηκε ως ινστρουμένταλ. Θα ηχογραφηθεί με στίχους για την Candid Records και το δίσκο Charles Mingus Presents Charles Mingus, ένα χρόνο αργότερα. Η Columbia θα θυμηθεί, το 1997, να μας πει ότι «παρέλαβε το κομμάτι ως ινστρουμένταλ» και δεν επενέβη. Ομως η ιστορία, ανεπίσημη, προφορική, ή σε αναμνήσεις άλλων, επιμένει: δεν ήθελαν τους στίχους. Μόνο που, η δική μας πλευρά, ακόμη μια φορά, δεν μπορεί να αποδείξει τίποτε.   

Δεν ήταν η μόνη του παρέμβαση, με την τέχνη του. Το Haitian Fight Song που τιμά τα μπλουζ, την αφροαμερικάνικη δύναμη, το Prayer for Passive Resistance, πάλι με μπλουζ ήχο… Δύο κομμάτια πολύ διαφορετικά, που αγκαλιάζουν τις δύο μορφές του αγώνα, καταφεύγοντας στον αναλλοίωτο, μαύρο, μπλουζ ήχο. Το Haitian Fight Song «λέει» πως ο αγώνας χρειάζεται ενέργεια, βία, χρειάζεται μιαν ισότιμη απάντηση στη βία που υφιστάμεθα πάνω στο και για το πετσί μας. Το Prayer for Passive Resistance τιμά ευθέως το Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τζούνιορ, και τις επιλογές του μη-βίαιου κινήματος, όπως ήδη τότε εκδηλώνονται στο Νότο, με τα γενναία παιδιά των sit-ins. Ομως, οι διαφωνίες του με το Μ.Λ. Κινγκ ήταν δεδομένες. Όπως γράφει ο Μάριο Ντάνκελ στο Aesthetics of Resistance, Charles Mingus and the Civil Rights Movement, «όταν ο Κινγκ μιλούσε για καταπίεση του συναισθήματος, ο Μίνγκους επέμενε στην ανάγκη πλήρους έκφρασής του». Ο Μ.Λ. Κινγκ είχε πει πως και στη δική του πορεία «υπήρχαν φορές που δε μπορούσε να συγκρατήσει την οργή και αγανάκτησή του». Όμως όφειλε να το κάνει, ήταν ιερέας και πολιτικός. Ο Μίνγκους ήταν καλλιτέχνης. Δεν όφειλε τίποτε πλην της αλήθειας του.

Το 1972, το Γέηλ κάλεσε σε βοήθεια όλη την αφρόκρεμα της μαύρης τζαζ, οργανώνοντας ένα τριήμερο κονσέρτο, τα χρήματα από το οποίο θα πήγαιναν στη δημιουργία τμήματος Αφροαμερικάνικης μουσικής. Ντιούκ Έλλινγκτον, Τσαρλυ Μίνγκους, Μαξ Ρόουτς, Ντίζυ Γκιλέσπυ, ήταν όλοι εκεί. Την ώρα που το σεξτέτο του Ντίζυ ήταν στη σκηνή, κάποιος τηλεφώνησε ότι είχε μπει βόμβα στο χώρο της συναυλίας. Όταν η αστυνομία έφτασε και αποπειράθηκε να αδειάσει το χώρο, ο Μίνγκους αρνήθηκε να φύγει. Ας φύγουν όλοι, είπε, πρέπει να κάνετε τη δουλειά σας, αλλά εγώ δε φεύγω. «Ο ρατσισμός έβαλε αυτή τη βόμβα, αλλά ο ρατσισμός δεν είναι αρκετά ισχυρός ώστε να σκοτώσει αυτή τη μουσική», είπε, καθισμένος στη σκηνή, αγκαλιά με το μπάσο του. «Αν ήρθε η ώρα μου να πεθάνω, είμαι έτοιμος. Αλλά θα φύγω από τη ζωή παίζοντας το Sophisticated Lady». Την ίδια ώρα, ο Ντίζυ κι η μπάντα του «έστηναν» έξω από το κτήριο, για να συνεχίσουν. Σταμάτησαν όμως, ακούγοντας να έρχεται από την αίθουσα ο ήχος από το κομμάτι που έγραψε ο Ντιούκ το ’30, και που, από κείνη τη μέρα μπήκε στο χορό των κομματιών διαμαρτυρίας, καθώς ο Μίνγκους συνέχιζε και «έδινε γκάζια». «Ο Ντιούκ στεκόταν ανάμεσα στο πλήθος, ακριβώς πίσω από τις ανοικτές πόρτες του Θεάτρου, χαμογελώντας».

«Η φιλοσοφία του ήταν πιο κοντά στο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ: άσε με να προσπαθήσω να αγγίξω την καρδιά σου, το πνεύμα σου, την ψυχή σου κι ύστερα μπορούμε να προχωρήσουμε όλοι μαζί, σαν λαός, και να καταφέρουμε τα μεγάλα» Άλις Κολτρέην

Ο Τζων Κολτρέην είναι ο άγιος της τζαζ. Και αδυναμία της γράφουσας, ας το βάλουμε στο τραπέζι. Βαθιά πιστός, μαρτυρική ζωή, τεράστιο ταλέντο. Και ήσυχος. Ως την ώρα που, το 1963, μπήκε η βόμβα των ρατσιστών και σκότωσε τα τέσσερα κορίτσια μες στην εκκλησία του Μπέρμινγχαμ της Αλαμπάμα. Τοτε γράφει το συγκλονιστικό Αλαμπάμα (πρώτη φορά στο δίσκο Coltrane Live at Birdland του 1964). Έμπνευσή του το ρατσιστικό έγκλημα στο Μπέρμινγχαμ και ο θρυλικός λόγος του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, Έχω Ένα Όνειρο (I have a Dream). Ένα κομμάτι μοναδικής ομορφιάς, μια πολιτική δήλωση με τα όπλα που έχει, και με το δικό του τρόπο.

Λεπτομέρεια: ο Μ.Λ. Κινγκ έχει πει ότι, ο λόγος εκείνος ξεκίνησε εντός κειμένου, αλλά γρήγορα εξελίχθηκε «σε αυτοσχεδιασμό». Χάρη στη Μαχάλια Τζάκσον – αλλά, αυτά, το ερχόμενο Σαββατοκύριακο.

Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ για τη Τζαζ και τα μπλουζ

«Ο Θεός έφερε πολλά, μες από την καταπίεση. Χορήγησε στα πλάσματά του τη δυνατότητα να δημιουργούν – κι από τη δυνατότητα αυτή ξεχείλησαν τα γλυκά τραγούδια της θλίψης και της χαράς, που επέτρεψαν στον άνθρωπο να αντιμετωπίσει το περιβάλλον του και πολλές και διαφορετικές καταστάσεις.

Η Τζαζ μιλάει για τη ζωή. Τα Μπλουζ λένε την ιστορία των δυσκολιών της ζωής, και, λίγο να το σκεφτείς, θα καταλάβεις ότι παίρνουν τις πιο σκληρές πραγματικότητες της ζωής και τις κάνουν μουσική, ώστε να μπορέσουν να δώσουν κάποια νέα ελπίδα ή μιαν αίσθηση θριάμβου. Είναι μουσική του θριάμβου.

Η σύγχρονη Τζαζ συνέχισε πάνω σε αυτή την παράδοση, τραγουδώντας τα τραγούδια της πιο πολύπλοκης αστικής ύπαρξης. Όταν η ίδια η ζωή δεν προσφέρει σταθερότητα και νόημα, ο μουσικός δημιουργεί σταθερότητα και νόημα από τους ήχους της γης που κυλούν από το όργανό του.

Δεν είναι περίεργο που τόση από την αναζήτηση ταυτότητας μεταξύ των Αμερικάνων Νέγρων την έχουν υπερασπιστεί/ αναλάβει (championed) οι μουσικοί της τζαζ. Πολύ πριν οι σύγχρονοι ακαδημαϊκοί και διανοούμενοι γράψουν περί της «φυλετικής ταυτότητας» (racial identity) ως ζητήματος σε έναν πολυφυλετικό κόσμο, οι μουσικοί γύριζαν στις ρίζες τους για να επιβεβαιώσουν αυτό που αναστάτωνε την ψυχή τους. 

Πολύ από τη δύναμη του Κινήματος Ελευθερίας στις ΗΠΑ ήρθε απο αυτή τη μουσική. Μας ενδυνάμωσε με τους γλυκείς ρυθμούς της, όταν το κουράγιο άρχισε να μας εγκαταλείπει. Μας χαλάρωσε με τις πλούσιες αρμονίες της όταν το πνεύμα μας υποχωρούσε. Και τώρα, η Τζαζ εξάγεται στον Κόσμο. Γιατί στον συγκεκριμένο αγώνα του Νέγρου στην Αμερική, υπάρχει συγγένεια με τον παγκόσμιο αγώνα κάθε σύγχρονου ανθρώπου. Όλοι έχουν τις μαύρες τους [Everybody has the Blues- λογοπαίγνιο στα αγγλικά]. Όλοι ποθούν νόημα. Όλοι θέλουν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Όλοι θέλουν να χτυπήσουν τα χέρια τους από χαρά, να είναι χαρούμενοι. Όλοι ποθούν την πίστη. Στη μουσική, ειδικά αυτή η ευρεία κατηγορία που λέγεται Τζαζ, αποτελεί σκαλί προς όλα αυτά».

 

Το αφιέρωμα θα συνεχιστεί  με το 5ο μέρος, το πρώτο ΣΚ του Αυγούστου 2020.