So while you’re imitating Al Capone / I’ll be Nina Simone / And defecating on your microphone

Κι όσο εσύ παριστάνεις τον αλ Καπόνε/ Θα είμαι η Νίνα Σιμόνε / να χέσω το μικρόφωνό σου

Lauryn Hill, Ready or Not

Η μεγάλη κυρία των αγώνων για τα πολιτικά δικαιώματα. Η Πρωθιέρεια της Σόουλ, που δε χαρίστηκε ποτέ σε κανέναν. Ο θηλυκός Μωχάμεντ Αλί. Ως Αφροαμερικάνα, ως γυναίκα, ως η πρώτη μαύρη κλασσική πιανίστρια, ως διασημότητα, ως έχουσα δημόσιο λόγο και αποφασισμένη να γίνει η φωνή του λαού της. «Να καταλάβουν [οι μαύροι ακροατές] ποιοί είναι, από που έρχονται… και θα το κάνω με κάθε τρόπο, με κάθε μέσο». Η φωνή του λαού της. Ξεκάθαρη, δυνατή, αληθινή. Και γεμάτη ανάγκη για εκδίκηση. «Ξέρεις, δεν είμαι μη βίαιη», είπε του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τζούνιορ – η πρώτη της κουβέντα όταν τον συνάντησε.

Δεν υπήρχε άλλη τέτοια αγωνίστρια στο μουσικό χώρο, άλλη τέτοια γυναικεία παρουσία. Κι ήταν το Mississippi Goddam (σε ελεύθερη απόδοση: Άντε Γαμήσου Μισσισσιππή), που άνοιξε την πόρτα από την κλασσική και τις πολιτισμένες μη μου άπτου λευκές παρουσίες του ακροατηρίου της, στο λαό της, στους ανθρώπους της, στην ένταξή της σε ένα κίνημα που δεν είχε να επιδείξει άλλη τέτοια παρουσία. Και, μαζί θα ήταν ένα κεφάλαιο στη γυναικεία χειραφέτηση: Η Νίνα δεν ήθελε πια να φέρεται σαν κυρία, άφηνε και τους τρόπους και το κλασσικό της πιάνο στην άκρη. Η Νίνα ήθελε να είναι ελεύθερη, μαζί με το λαό της.

«Η Νίνα είναι η φωνή μας, η ενσάρκωση του ακτιβισμού της δίκαια άγριας ανυπομονησίας μας απέναντι στη λευκή ρατσιστική Αμερική». Περιοδικό Emerse.

Το 1963. Τότε έγραψε το τραγούδι. Με την κόρη της, βρέφος, στην αγκαλιά. Μετά τη δολοφονία του Μέντγκαρ Έβερς και μετά το βομβαρδισμό της εκκλησίας του Μπέρμιγχαμ στην Αλαμπάμα, της πόλης που εφάρμοζε «πιό προσεκτικά από όλες το απαρτχάιντ».

Την Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 1963 η 11χρονη Κάρολ Ντενίζ ΜακΝάιρ και οι 14χρονες Κάρολ Ρόμπερτσον, Άντυ Μέη Κόλλινς και Σύνθια Γουέσλυ, δολοφονούνται από την Κου Κλουξ Κλαν. Οι τραυματίες ξεπερνούν τους είκοσι. Οι ρατσιστές είχαν τοποθετήσει στην εκκλησία των μαύρων βαπτιστών 15 κομμάτια δυναμίτη και έχουν προγραμματίσει να εκραγούν την ώρα της λειτουργίας. Όλοι ήξεραν ποιοί είναι, το FBI είχε ήδη ένα χρόνο μετά τα ονόματά τους, αλλά κανείς δεν θα τους αγγίξει ως το 1977.

«Τα νυχτερινά κέντρα ήταν βρώμικα, η βιομηχανία δίσκων ήταν βρώμικη, η λαϊκή μουσική ήταν βρώμικη και η εμπλοκή όλων αυτών με την πολιτική έμοιαζε ανόητη και ταπεινωτική. Κι ώσπου να ξεπηδήσουν αυθόρμητα από μέσα μου τραγούδια σαν το Mississippi Goddam, είχα και καλλιτεχνικά προβλήματα. Πως μπορείς να πάρεις τη μνήμη ενός άνδρα σαν το Μέντγκαρ Έβερς και να μειώσεις όλα όσα υπήρξε σε τριάμιση λεπτά ενός απλοϊκού σκοπού; αλλά, με τη βόμβα στην Εκκλησία της Αλαμπάμας και τη δολοφονία του Μέντγκαρ Έβερς αυτά τελείωσαν και με το Mississippi Goddam κατάλαβα ότι είχα μπει σε μονόδρομο». Νίνα Σιμόν

Συνέθεσε το Mississippi Goddam και έγραψε τους στίχους σε λιγότερο από μια ώρα. «Ενοιωθα πως ήθελα να πάω στο Νότο και να σκοτώσω λευκούς. Να απαντήσω με βία στη βία τους, με όπλα στα όπλα τους» ( La Légende, 1992).

Η κλασσική πιανίστρια άφηνε για πάντα πίσω της το Μπαχ και κάθε νεανικό της όνειρο, μέσα σε κείνο το λίγο χρόνο. Ήταν το πρώτο της τραγούδι «στον αγώνα για πολιτικά δικαιώματα», έλεγε η ίδια. Ήταν το τραγούδι που έπαιξε, το 1964, μπρος στο πάλλευκο κοινό του Κάρνεγκυ Χωλ, το τραγούδι που απαγορευόταν σε όλους τους ραδιοφωνικούς σταθμούς των Πολιτειών του Νότου. Οχι, δεν απαγόρευσαν απλώς το τραγούδι. Έστελναν ακόμη και τους διαφημιστικούς δίσκους πίσω, με τον προσεκτικό τίτλο “Mississippi #**#!”  στο εξώφυλλο, σπασμένους, κομμάτια, ώστε κανείς να μη μπορεί να τους χρησιμοποιήσει.

Πως φτάνεις εκεί; Πως ένα κορίτσι γεννημένο σε μια μικρή πόλη όπου λευκοί και μαύροι ζούσαν αρμονικά, η δασκάλα της στο πιάνο, που της έμαθε τον αγαπημένο της Μπαχ, το Σοπέν, το Μπετόβεν, ήταν λευκή, οι άνθρωποι που τη βοήθησαν, ακόμη και οικονομικά, να σπουδάσει ήταν λευκοί, «οι σχέσεις όλων μας ήταν καλές», φτάνει να γίνει η πιο οργισμένη φωνή, να απαιτεί βία από το κοινό, να ρωτά από τα μικρόφωνα αν οι ακροατές της είναι έτοιμοι να σκοτώσουν για την ελευθερία του λαού τους;

Παιδί θαύμα, από δύο χρονών στο πιάνο, από τα έξι στο εκκλησιαστικό όργανο, η Γιουνίς Καθλήν Γουέημον, όπως ήταν το όνομά της, έδινε κονσέρτα από τρυφερή ηλικία. Στο πρώτο εκτός της ιδιαίτερης πατρίδας της, στα 12 της, οι γονείς της υποχρεώθηκαν, ως μαύροι, να καθήσουν πίσω πίσω στην αίθουσα που έδινε το κονσέρτο, γιατί μπροστά δικαιούνταν να κάθονται μόνο οι λευκοί. Ήταν και ο πρώτος της αγώνας. Αν οι γονείς της δεν κάθονταν στην πρώτη σειρά, είπε, δε θα έπαιζε. Ήταν ο πρώτος της αγώνας και ήταν νικηφόρος. Και, όπως έχει γραφεί, είχε όλα τα βασικά χαρακτηριστικά όλων των πολιτικών της αγώνων, ως ενήλικη: ήταν μια κλασσική πιανίστρια, που έπαιζε σε κυρίως λευκό κοινό, που διαμαρτυρόταν για το ρατσισμό και που μπροστά στο δίκηο δε λογάριαζε ούτε το κοινό της. Λεπτομέρεια: στην αυτοβιογραφία της θυμάται ότι οι γονείς της δεν ένοιωσαν καθόλου περήφανοι για τη στάση της – ίσα ίσα, ένοιωσαν εκτεθειμένοι και ντροπιασμένοι. Η ίδια, όμως, «ήταν εκείνη την ώρα που έγινε πιο μαύρη».

Ο δεύτερος ήταν ο αγώνας που χάθηκε. Το όνειρό της ήταν να γίνει η πρώτη μαύρη κλασσική πιανίστρια της Αμερικής. Όταν, όμως, έδωσε εξετάσεις στο Ινστιτούτο Μουσικής Κέρτις της Φιλαδέλφειας – το οποίο δεν είχε δίδακτρα-, κόπηκε λόγω του χρώματός της. Κλασσικό πιάνο μια μαύρη; Αυτή που ονειρευόταν να είναι η πρώτη μαύρη κλασσική πιανίστρια… Μα, ήταν πολύ μαύρη… τόσο μαύρη, με τόσο έντονα χαρακτηριστικά – ήξερε κι η ίδια ότι παραήταν σκούρα για αυτό που επεδίωκε, ήταν η εποχή που ακόμη ίσιωνε τα μαλλιά της και τα είχε καρεδάκι, ήταν πολύ πριν αρχίσει να δείχνει περήφανη την άφρο της.

Κατέληξε στο Τζούλιαρντ, που είχε δίδακτρα, και τη Νέα Υόρκη. Σπούδαζε κλασσική και χρηματοδοτούσε τις σπουδές της παίζοντας σε τζαζ κλαμπ. Τότε αλλάζει το όνομά της σε Νίνα Σιμόν, μη και μάθει η πάστορας μητέρα της ότι «παίζει αυτή τη μουσική του διαβόλου». «Στο σπίτι μας δε μιλούσαμε ποτέ για το φυλετικό ζήτημα. Ποτέ μα ποτέ», είχε πει. Όπως δε μιλούσαν και για οποιαδήποτε άλλη μουσική πλην των γκόσπελ και της κλασσικής. Όλες οι άλλες θεωρούνταν κατώτερες ή «μουσικές του διαβόλου». Και, βεβαίως, δεν ταίριαζαν σε μια κυρία – όπως δεν ταίριαζαν και οι κακές λέξεις που εκστόμισε στο “Μισσισσιππή”.

«Όταν μπήκαμε στη δεκαετία του ’60 κι όλο και περισσότεροι άνθρωποι ταυτίζονταν με το αίτημα να καταργηθεί το απαρτχάιντ στο Νότο, η μουσική της Νίνα Σιμόν μας βοήθησε να βρούμε δρόμο μέσα στις αντιθέσεις που έδιναν ώθηση στον μαύρο αγώνα. Για παράδειγμα, ήταν από τη Νίνα Σιμόν που μάθαμε πως να μη μεταφράζουμε την στρατηγική σημασία της μη-βίας ως μείωση της μαζικής μας οργής κατά του ρατσισμού. Κάπως έτσι, το Mississippi Goddamn έγινε τόσο σημαντικό για το κίνημα των Πολιτικών Δικαιωμάτων όσο και το We Shall Overcome» Άντζελα Ντέηβις

 

«Ημουν μισότρελλη από οργή, έτσι που έβλεπα το λαό μου να πολεμάει για τη θέση που δικαιούνταν», Νίνα Σιμόν

Όπως σημειώνει η ιστορικός Ρουθ Φέλντστην, η γυναίκα που πια λεγόταν Νίνα Σιμόν «μουσικά, κοινωνικά και πολιτικά ενηλικιώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και τις αρχές της δεκατίας του 1960, ως μέλος μιας διαφυλετικής πρωτοπορίας στο Γκρήνγουιτς Βίλατζ και το Χάρλεμ», δίπλα σε ανθρώπους σαν το Λάγκστον Χιουζ, τη φεμινίστρια αφροαμερικάνα Λορραίναν Χάνσμπερρυ και το Τζέημς Μπάλντγουιν.

Πρωτοπορία, που δεν ήθελε να παίζει παιγνιδάκια, που δεν κρατούσε το στόμα της κλειστό. Ρωτούσε το κοινό αν «ήταν έτοιμο να σκοτώσει αν χρειαζόταν», για το στόχο. Η γειτονοπούλα του Μάλκομ Χ μαθαινε γρήγορα και επέμενε να θυμίζει. Και, ακόμη, δεν ξεχνούσε τι σήμαινε να είσαι μαύρη γυναίκα, ακόμη περισσότερο τι σήμαινε να είσαι μια ταλαντούχα νέα μαύρη γυναίκα. Σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, αυτόν της πρωτοπορίας του αγώνα, σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, αυτό της μουσικής δημιουργίας της διαμαρτυρίας, σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, αυτόν της τέχνης, απαίτησε και κέρδισε όχι μόνο να ακουστεί η φωνή της, μα να γίνει φωνή όλων των μαύρων γυναικών και κομμάτι της ισότιμης συμμετοχής τους στον αγώνα.  Μπορεί ποτέ να μη της αναγνωρίστηκε ο πολλαπλός και βαθύτατα πολιτικός της ρόλος όπως της αξίζει, από τους ιστορικούς τουλάχιστον, όμως ο λαός της και ήξερε και την αγκάλιασε και στηρίχθηκε πάνω της.

Η Άντζελα Ντέηβις θυμάται ότι, όταν το 1968 οι Μαύροι Πάνθηρες οργάνωναν μια μεγάλη γιορτή ζητώντας την απελευθέρωση του Χιούι Νιούτον, ανήμερα τα γενέθλιά του, «οι ομιλητές κάλυπταν όλο το φάσμα, από τον Ραπ Μπράουν, στο Στόκλυ Καρμάικλ και το Τζέημς Φόρμαν, ως το Μπόμπυ Σηλ τον Κόρκυ Γκονζάλες και το Ρέγιες Τιχερίνα. Και θυμάμαι ότι Ούτε Μία Γυναίκα δεν είχε προσκληθεί να μιλήσει. Είχε όμως προσκληθεί η Νίνα Σιμόν να τραγουδήσει…. κι ήταν η δική της φωνή που έδωσε σε κείνη τη συγκέντρωση την αύρα του διαχρονικού κι ιστορικού. Η Νίνα αντιπροσώπευε όλες τις γυναίκες που τους απαγορευόταν να μιλούν, και μοιραζόμενη την καλλιτεχνική της μεγαλοφυία γινόταν η ενσάρκωση της Επαναστατικής Δημοκρατίας που ακόμη δεν είχαμε καν μάθει να φανταζόμαστε… Οσο θυμάμαι τον εαυτό μου, η μουσική της Νίνα Σιμόν μας καθοδήγησε, μας ισχυροποίησε και έδωσε ώθηση στη δημιουργία των κοινοτήτων της αντίστασης. Αν και πολλοί καλλιτέχνες στήριξαν με ενθουσιασμό την επιδίωξή μας για κοινωνική δικαιοσύνη, πολύ λίγοι ήταν τόσο ακάματοι στον αγώνα, που να αφιερώσουν την καριέρα τους όλη στο στόχο της συλλογικής πολιτικής μεταμόρφωσης».

Αντί επιλόγου Ι

O A. Loudermilk στο «Nina Simone & the Civil Rights Movement: Protest at Her Piano, Audience at Her Feet» σημειώνει ότι με ελάχιστες εξαιρέσεις, η ακαδημαϊκή κοινότητα αποφεύγει να ανσφερθεί στη σημασία και το ρόλο της Νίνα Σιμόν στον αγώνα. Συγκεκριμένα, μιλάει για την απουσία εκτενών αναφορών στην ακεραιότητα της στάσης και του αγώνα της, την απουσία αναφοράς στη σημασία της σθεναρής της στάσης σε σειρά εργασιών, βιβλίων ακόμη και μουσικών συλλογών για το Κίνημα των Πολιτικών Δικαιωμάτων. Η άρνησή της να δεχθεί τα ειρηνικά μέσα ως τα μόνα μέσα είναι η μόνη απάντηση που, προσωπικά, μπορώ να βρω, στο αυθόρμητο ερώτημα που τίθεται από αυτή την εξαίρεση, για μια γυναίκα που τάχθηκε ψυχή τε και σώματι στον αγώνα της Ελευθερίας:

«Η αφοσίωση της [στον αγώνα] είναι ολοφάνερη γι’ αυτό και είναι ύποπτο ότι δεν αναφέρεται καν, ως η δύναμη που τραγούδησε την ελεγεία του Κινγκ, στις τρεις σημαντικότερες βιογραφίες του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Με εξέπληξε ακόμη περισσότερο που στο επικό ντοκυμανταίρ του PBS ‘Τα μάτια στο στόχο’ ούτε την αναφέρουν ούτε παίζουν καν ένα τραγούδι της. […] Μπορεί να είναι και η δική της φωτογραφία της στο εξώφυλλο των Χρονικών Της Νέγρικης Αντίστασης του Τσέημπερς (1968), ως εικονιζόμενη στο ‘Τείχος του Σεβασμού’ στο Σικάγο, αλλά χώρος γι’ αυτήν στις σελίδες δε βρέθηκε. Και δε θα τη βρείτε ούτε στο Οι Θυγατέρες της Ελευθερίας, οι Άγνωστες Ηρωίδες του Κινήματος για τα Πολιτικά Δικαιώματα του Ολσον. […] Και δεν μπήκε κανένα τραγούδι της στη συλλογή του Σμιθσόνιαν Φωνές του Κινήματος για τα Πολιτικά Δικαιώματα 1960-1966. Ξεκίνησα την έρευνά μου στη δημόσια βιβλιοθήκη μιας κολλεγιούπολης, κι από τα 29 βιβλία για το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα που είχε, ούτε ένα δεν ανέφερε τη Νίνα Σιμόν».

Αντί Επιλόγου ΙΙ

The name of this tune is Mississippi goddam
And I mean every word of it
Alabama’s gotten me so upset
Tennessee made me lose my rest
And everybody knows about Mississippi goddam
Alabama’s gotten me so upset
Tennessee made me lose my rest
And everybody knows about Mississippi goddam
Can’t you see it, Can’t you feel it, It’s all in the air
I can’t stand the pressure much longer
Somebody say a prayer
Alabama’s gotten me so upset
Tennessee made me lose my rest
And everybody knows about Mississippi goddam
This is a show tune
But the show hasn’t been written for it, yet
Hound dogs on my trail
School children sitting in jail
Black cat cross my path
I think every day’s gonna be my last
Lord have mercy on this land of mine
We all gonna get it in due time
I don’t belong here, I don’t belong there
I’ve even stopped believing in prayer
Don’t tell me, I tell you
Me and my people just about due
I’ve been there so I know
They keep on saying ‘Go slow!’
But that’s just the trouble
‘Do it slow’, Washing the windows
‘Do it slow’, Picking the cotton
‘Do it slow’, You’re just plain rotten
‘Do it slow’, You’re too damn lazy
‘Do it slow’, The thinking’s crazy
‘Do it slow’, Where am I going
What am I doing, I don’t know, I don’t know
Just try to do your very best
Stand up be counted with all the rest
For everybody knows about Mississippi goddam
I made you thought I was kiddin’
Picket lines, School boy cots
They try to say it’s a communist plot
All I want is equality
For my sister my brother my people and me
Yes you lied to me all these years
You told me to wash and clean my ears
And talk real fine just like a lady
And you’d stop calling me Sister Sadie
Oh but this whole country is full of lies
You’re all gonna die and die like flies
I don’t trust you any more
You keep on saying ‘Go slow!’
‘Go slow!’, But that’s just the trouble
‘Do it slow’, Desegregation
‘Do it slow’, Mass participation
‘Do it slow’, Reunification
‘Do it slow’, Do things gradually
‘Do it slow’, But bring more tragedy
‘Do it slow’, Why don’t you see it
Why don’t you feel it
I don’t know, I don’t know
You don’t have to live next to me
Just give me my equality
Everybody knows about Mississippi
Everybody knows about Alabama
Everybody knows about Mississippi goddam, that’s it

 

Πηγές:

Nina Simone & the Civil Rights Movement: Protest at Her Piano, Audience at Her Feet, υπό A. Loudermilk

“I Wish I Knew How It Would Feel to Be Free”: Nina Simone and the Redefining of the Freedom Song of the 1960s, υπό Tammy Kernodle

I Put a Spell on You: The Autobiography of Nina Simone

How It Feels to Be Free: Black Women Entertainers and the Civil Rights Movement, υπό Ruth Feldstein

 

Συνεχίζεται…