Το Strange Fruit πρωτοτραγουδήθηκε το 1939 στο Καφέ Σοσάιετυ (Cafe Society). Ήταν το τελευταίο τραγούδι του σετ της Μπίλλυ Χάλλιντέυ. Ο ιδιοκτήτης, ο Μπάρνυ Τζόζεφσον, ζήτησε από τη Μπίλλυ να κλείσει με αυτό το τραγούδι. Εκείνη ανησυχούσε. Αυτός επέμεινε.

 

Southern trees bear strange fruit

Blood on the leaves and blood at the root

Black bodies swinging in the southern breeze

Strange fruit hanging from the poplar trees

 

Τα δέντρα στο Νότο βγάζουν παράξενους καρπούς,

έχουν αίμα στα φύλλα, αίμα στις ρίζες, τα δέντρα ετούτα,

μαύρα κορμιά λικνίζονται στο αεράκι του νότου,

απ’ τις λεύκες κρέμονται παράξενα φρούτα

Οταν τελείωσε το τραγούδι, η Μπίλλυ αποχώρησε, χωρίς ανκόρ: ήθελε αυτό το τραγούδι να μείνει στο κοινό, είχε δίκηο ο Τζόζεφσον. Από τότε, το Strange Fruit το τραγουδούσε με την ίδια μικρή ιεροτελεστία: ήταν το τελευταίο τραγούδι, το έλεγε χωρίς ανκόρ, τα φώτα στην αίθουσα έπρεπε όλα να είναι σβηστά και το σέρβις έπρεπε να σταματά τελείως. Μόνο ένας προβολέας στο πρόσωπό της. Aπόλυτη ησυχία και σκοτάδι. Αρκούσε αυτό για να μπει στο στόχαστρο του Ομοσπονδιακού Γραφείου κατά των Ναρκωτικών, του FBD, προγόνου της DEA (Drug Enforcement Administration, Αρχή Διώξεως Ναρκωτικών ), της διεθνούς αντιναρκωτικής (και πολύ πολύ πολιτικής) κατασταλτικής οργάνωσης των ΗΠΑ.

«Το Strange Fruit μου θυμίζει πως πέθανε ο μπαμπάς μου. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζω να το τραγουδάω, όχι μόνο γιατί το ζητάει το κοινό, αλλά γιατί, στο Νότο ακόμη συμβαίνουν όλα αυτά που σκότωσαν τον μπαμπά πριν είκοσι χρόνια».

Ο πατέρας της Μπίλλυ πέθανε στα 39 του χρόνια, γιατί αρνήθηκαν να τον δεχθούν σε νοσοκομείο του Τέξας που ήταν μόνο για Λευκούς. Εκείνη θα πέθαινε στα 44, αλυσοδεμένη στο κρεβάτι του νοσοκομείου, με κυβερνητική εντολή να μην της παράσχεται η πρέπουσα θεραπεία.

Πέρα από την προσωπική της μνήμη, το Strange Fruit παραμένει σημείο αναφοράς για το αντιρατσιστικό κίνημα. Ήταν το πρώτο τραγούδι που έφτανε στο ευρύ κοινό, και στο λευκό κοινό που αγαπούσε τη φωνή της δηλαδή, με ξεκάθαρο το αντιρατσιστικό μήνυμα.

Γι’ αυτό τη Μπίλλυ την κυνήγησαν από το 1939 ως το θάνατό της. Αιτία ήταν το Strange Fruit. Κι ο πρώτος που την έβαλε στο στόχαστρο ήταν ο Χάρρυ Τζέι Άνσλιτζερ, ο επικεφαλής του FBD, που καταγράφεται ως «ακραίος ρατσιστής ακόμη και για τη δεκαετία του ’20». Ο Άνσλιτζερ πίστευε ακράδαντα ότι «τα ναρκωτικά κάνουν τους νέγρους να ξεχνούν τη θέση τους στην [αμερικάνικη] κοινωνία» και ότι «ειδικά οι μουσικοί της τζαζ είναι πολύ επικίνδυνοι γιατί δημιουργούν αυτή τη σατανική μουσική όταν παίρνουν ναρκωτικά»*.

Η Μπίλλυ, όπως και πολλοί ακόμη από τους Αφροαμερικάνους, ειδικά όσους ξέφευγαν από την προδιαγεγραμμένη μοίρα, ήταν χρήστρια ναρκωτικών. Είναι πια αναγνωρισμένο και καταγραμμένο ότι η χρήση των ναρκωτικών και του αλκοόλ στις αποικιοκρατημένες, σκλαβωμένες κοινωνίες, αποτελεί φαινόμενο πολιτικό, κοινωνικό, τρόπο αντιμετώπισης της αναξιοπρέπειας της σκλαβιάς, στην οποία γεννιέσαι, «φάρμακο» σε μια ζωή που σε καταδικάζει στον πόνο και την αυτοπεριφρόνηση.

«Ο θάνατος της Μπίλλυ ήταν σαν ανθρωποθυσία. Θυσιάστηκε για να μπορέσουμε να ζήσουμε όλοι εμείς» Γκλόρια Λυνν

Για τη Μπίλλυ, ήταν ένα ακόμη. Μια μαύρη γυναίκα, μια μαύρη τραγουδίστρια, μια γυναίκα που βιάστηκε στα δέκα της και μεγάλωσε μες σε μπουρδέλο, όπου δούλευε μαζί με τη μητέρα της – η Μπίλλυ ήταν ένα κινούμενο σκάνδαλο, ήταν η στα μούτρα άρνηση όλων των παραμυθιών της Λευκής Αμερικής. Και αυτή η γυναίκα, η μαύρη, η πόρνη, η βιασμένη, η ναρκομανής, η νυχτόβια, έπαιρνε πάνω της τον αγώνα ενάντια στο λυντσάρισμα, με ένα της τραγούδι το οποίο έφτανε παντού. Γιατί η Μπίλλυ ήταν όλα αυτά, και μαζί η διασημότερη μαύρη τραγουδίστρια, αν και τραγουδούσε σε κέντρα που δε θα την δέχονταν ως πελάτισσα – «Ούτε τη μάνα του Ντιουκ Έλλινγκτον δεν θα αφήναν να μπει μέσα, εκτός αν έπαιζε στη μπάντα», είχε πει ο Τζόζεφσον, κι είχε δίκηο.

Ο Άνσλιντζερ στοχοποίησε τη Μπίλλυ και το Strange Fruit. O ρόλος του στην άρνηση της Columbia να βάλει το τραγούδι στο δίσκο της Μπίλλυ εικάζεται, δεν έχουμε στοιχεία. Ξέρουμε όμως ότι την διέταξε, αυτοπροσώπως, να σταματήσει να τραγουδάει το συγκεκριμένο τραγούδι. Η Μπίλλυ αρνήθηκε. Κι εκείνος της υποσχέθηκε ότι θα βρει τρόπο να της το βουλώσει..

Της την στήσανε. Ένας Αφροαμερικάνος, τσιράκι του Άσλιντζερ, της πούλησε έρωτα και κανόνισε να αγοράσει η Μπίλλυ ηρωίνη έτσι ώστε να την πιάσουνε στα πράσα. Καταδικάστηκε, έκανε 18 μήνες φυλακή. Αυτό σήμαινε ότι θα της αφαιρούσαν για πάντα την Κάρτα Καμπαρέ, την ειδική άδεια που της επέτρεπε να τραγουδάει σε οποιοδήποτε μαγαζί σέρβιρε αλκοόλ. Πέρα από συναυλίες, καμμία άλλη καριέρα δεν της επιτρέπονταν στις ΗΠΑ. Πόσες φορές να τραγουδήσεις στο Κάρνεγκυ Χωλ; Δεν έπεφτε καρφίτσα όποτε τραγουδούσε στην θρυλική αίθουσα, όμως… αυτό δεν ήταν η τζαζ. Αυτό δεν ήταν η ζωή της, ο τρόπος της, η επαφή που ήθελε με το κοινό της, με το λαό της, τους ομοίους της. Ξανάρχισε να καταφεύγει στα ναρκωτικά.

«Θα με σκοτώσουν.. με φέραν εδώ να με σκοτώσουν… μη τους αφήσετε..» Η Μπίλλυ στο κρεβάτι του νοσοκομείου (και του θανάτου της)

Όταν το 1959 μπήκε στο νοσοκομείο Μετροπόλιταν, στη Νέα Υόρκη, με καρκίνο στο συκώτι και καρδιά αδύναμη, ο Άνσλιντζερ βρήκε την ευκαιρία. Το κράτος δεν ξεχνά. Το κράτος εκδικείται. H τοξικομανής Μπίλλυ, στο νεκροκρέββατό της, δέχθηκε την επίθεση των ανδρών του. Της πέρασαν χειροπέδες για να μη μπορεί να κινηθεί από το κρεβάτι.  Δύο εξ αυτών ήταν μόνιμα τοποθετημένοι έξω από την πόρτα της. Αφαίρεσαν κάθε δώρο, λουλούδι, σοκολατάκι, που είχε φτάσει στο δωμάτιό της, για τα «περαστικά». Τη φωτογράφισαν εξευτελισμένη.

Οι γιατροί του νοσοκομείου, ξεκίνησαν θεραπεία με μεθαδόνη. Η Μπίλλυ άρχισε να συνέρχεται. Και τότε, ο Άνσλιντζερ έδωσε εντολή να διακοπεί η χορήγηση μεθαδόνης. Οι άντρες του δεν άφηναν τους γιατρούς και τους νοσοκόμους να δώσουν το φάρμακο στη Μπίλλυ. Στις 15 Ιουλίου 1959 η Μπίλλυ ζήτησε να κοινωνήσει. Στις 17 Ιουλίου έφυγε από τη ζωή. Αιτία, κατά τον ιατροδικαστή: πνευμονικό οίδημα και κίρρωση του ήπατος. Δεν ήταν η αλήθεια. Τη σκότωσαν. Όπως ήξερε ότι θα γίνει. Ήταν μόλις 44 ετών.

Φταίνε οι Κομμουνισταί…

Η Μπίλλυ πρωτοτραγούδησε το Strange Fruit στο Καφέ Σοσάιετυ του Μπάρνυ Τζόζεφσον. Ήταν ο Μπάρνυ που της το έφερε, της το γνώρισε και την έπεισε να το πει. Το είχε γράψει, στίχους και μουσική, ο Άμπελ Μίροπολ, εβραίος δάσκαλος και στιχουργός, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, γνωστότερος γιατί υιοθέτησε τα παιδιά των Ρόζενμπεργκ μετά την εκτέλεση του Τζούλιους και της Έθελ Ρόζενμπεργκ ως σοβιετικών κατασκόπων.

Το Strange Fruit ταυτίστηκε με τη Μπίλλυ. Λίγοι πια θυμούνται ποιός το έγραψε, όσο κι αν η αλυσίδα Μίροπολ – Τζόζεφσον – Μπίλλυ δείχνει τη στενή σχέση της προοδευτικής ή κομμουνιστικής εβραϊκής κοινότητας της Νέας Υόρκης με την Αφροαμερικάνικη και τον αγώνα για πολιτικά δικαιώματα. Αλλά αυτή είναι μια άλλη μεγάλη (και όμορφη) ιστορία.

To μαγαζί του Μπάρνυ, το Καφέ Σοσάιετυ, «το πιο όμορφο κλαμπ στο κέντρο της πόλης», στη Λευκή πλευρά της Νέας Υόρκης, άνοιξε το 1938 κι άντεξε μια δεκαετία. Το πρώτο του βράδυ, στα εγκαίνια, ο Μπάρνυ έδωσε το μικρόφωνο μόνο στη Μπίλλυ. Το Καφέ ήταν το μόνο τζαζ κλαμπ που δεχόταν ισότιμα όλους, ανεξαρτήτως χρώματος του δέρματος. Μπορεί το Κόττον Κλαμπ να είναι διασημότερο, όμως στο Κοττον οι μαύροι που έμπαιναν έπρεπε να είναι φίρμες ή ευκατάστατοι, και πάλι είχαν δικαίωμα να κάθονται μόνο στο πίσω τρίτο του μαγαζιού, στο βάθος, πίσω από κολώνες. Είπαμε: «τη μάνα του Ντιουκ Έλλινγκτον δεν θα αφήναν μέσα, εκτός αν έπαιζε στη μπάντα».

Οχι όμως στο Καφέ Σοσάιετυ, το οποίο ειρωνικά το βάφτισε έτσι ο Τζόζεφσον, από τη φράση για την «καλή κοινωνία», και που ο ίδιος το χαρακτήριζε «το λάθος μέρος για τους σωστούς ανθρώπους», the wrong place for the right people. Εκεί όλοι ήταν ίσοι. Κι ας μην μπορούσε, γι’ αυτό, να διαφημιστεί στις εφημερίδες: Θεός φυλάξοι που θα έβαζαν φωτογραφία νέγρου τραγουδιστή στις σελίδες τους! «Αν δεν έρχονταν να σε δουν στο κλαμπ, δεν ήξεραν καν πως μοιάζεις».**

Όταν δεν φιλοξενούσε τζαζ, το Καφέ φιλοξενούσε εκδηλώσεις της κομμουνιστικής αριστεράς, στην οποία ο αδελφός του Μπάρνυ, ο εργατολόγος δικηγόρος Λήον, ήταν στέλεχος (και σοβιετικός κατάσκοπος). Το Καφέ έκλεισε μετά την ανάκριση του Λήον, από την Επιτροπή ΑντιΑμερικανικών Δραστηριοτήτων. Ο Λήον καταδικάστηκε γιατί αρνήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις της Επιτροπής. Kαι το Καφέ έκλεισε γιατί ταυτίστηκε με τον κομμουνισμό…

Λεπτομέρεια; Ο άνθρωπος που αναζητούσε ταλέντα για το Καφέ Σοσάιετυ, άτυπος συνεταίρος του Μπάρνυ, ήταν ο θρυλικός Τζων Χάμμοντ, ο άνθρωπος που ανακάλυψε τη Μπίλλυ, το Μπένυ Γκούντμαν, τον Κάουντ Μπέιζυ, τον Πητ Σήγκερ, το Μπομπ Ντύλαν, το Στήβυ Ρέυ Βον, τον Μπρους Σπρήγκστην και που έφερε στο προσκήνιο τη μουσική του Ρόμπερτ Τζόνσον. O Xάμμοντ δεν ήταν κομμουνιστής, παρά τις αντίθετες διαδόσεις και έρευνες του FBI. Ωστόσο, είχε βαθιά την αίσθηση της δικαιοσύνης και υπήρξε πολύτιμος στον αγώνα για τα δικαιώματα, μέσα από το δικό του μετερίζι.

Ίσως να είχε κι ένα δίκηο ο Τζέυ Έντγκαρ Χούβερ. Στην Αμερική, οι θύλακες της αντίστασης τότε, έχουν συχνότατα κομμουνιστική ταυτότητα. Η Λένα Χόρν, η άλλη μεγάλη μαύρη κυρία της μουσικής και του σινεμά, ξεκίνησε από δω την καριέρα της, την εποχή που δήλωνε κομμουνίστρια, και αργότερα θα πει ότι «ο Τζόζεφσον δε μου έδωσε μόνο την καριέρα μου. Αυτό που κυρίως μου έδωσε, ήταν την αξιοπρέπειά μου».

Όσο η μαύρη μουσική αγκαλιάζεται από το (αρχικά προοδευτικό) λευκό κοινό και, κατόπιν, καθώς περνά στις μάζες, ανεξαρτήτως απόχρωσης δέρματος, τόσο οι δυνάμεις του κράτους και της καταστολής τη στοχοποιούν και στοχοποιούν τους κυριότερους εκπροσώπους της. Αυτό είναι κάτι που δεν άλλαξε ποτέ. Οι άνθρωποι που δημιουργούν την ομορφιά, τη μουσική, την παρηγορία όλων μας, ήταν οι πρώτοι που στοχοποιήθηκαν, και συνεχίζουν να στοχοποιούνται, να κυνηγούνται, να βασανίζονται, να πεθαίνουν σιδεροδέσμιοι. Ή, να επιδιώκεται η καλλιτεχνική και προσωπική καταστροφή τους.

 

Η μόνη σωζόμενη βιντεοσκόπηση του Strange Fruit με τη Μπίλλυ, εδώ 

 

Το τρίτο μέρος θα δημοσιευτεί το ερχόμενο Σαββατοκύριακο, 11-12 Ιουλίου 2020.

 

*Johann Hari, Chasing the Scream: The First and Last Days of the War on Drugs

**όπως καταγράφει στο Ι Wish You Love: A Riveting Memoir From One of the Leading Ladies of Jazz, η Γκλόρια Λυνν