Το μικρό και το μεγάλο σκάνδαλο της «λίστας Πέτσα»
από τη συντακτική ομάδα
Συζητάμε πολύ συχνά και εδώ στο TPP και στον δημόσιο διάλογο των social media για τα ΜΜΕ, την διαστρέβλωση ειδήσεων, την προκλητική ομερτά γύρω από άλλες, όπως επίσης και υποθέσεις που αφορούν τη χρηματοδότησή τους. Αυτό δεν γίνεται από κάποια επαγγελματική, ανταγωνιστική, ή ιδεολογική εμμονή, ούτε γιατί το πρόβλημα των κρατικών ταμείων είναι μόνο τα 20 εκατομμύρια που θα λείψουν για να πληρωθεί το μπανεράκι «Μένουμε Σπίτι».
Υπάρχουν εδώ δύο εικόνες, η μικρή και η μεγάλη. Ή, αλλιώς, δύο σκάνδαλα. Το ένα είναι γενικότερα οι σκανδαλώδεις διευκολύνσεις – χρηματοδοτήσεις που δίνονται σε μεγάλα μέσα ενημέρωσης. Γιατί δεν είναι μόνο τα 20 εκατ. της λίστας, ούτε το 1 εκατ. του ΣΚΑΙ, ούτε η προκλητική διαφορά στη χρηματοδότηση βάσει πολιτικών κριτηρίων. Είναι και το ότι τα μηνύματα θα μπορούσαν να είναι δωρεάν. Μάλιστα, κάτι τέτοιο προβλέφθηκε αρχικά, βάσει της σχετικής νομοθεσίας, στις πρώτες Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου της κυβέρνησης. Είναι και το ότι το μπανεράκι «Μένουμε Σπίτι» πρακτικά, στην σκληρή καραντίνα με τα SMS και τα πρόστιμα των 150 ευρώ, δεν διαφήμιζε τίποτα. Σαν τα λογότυπα των τραπεζών στις εφημερίδες. Είναι και η «πονηριά» ότι το κονδύλι μεταφέρθηκε σε ιδιωτική διαφημιστική εταιρεία, ώστε να παρακαμφθούν εμπόδια διαφάνειας και αντικειμενικών κριτηρίων, ενώ οι αρχικές τιμολογήσεις ακόμα αγνοούνται. Είναι και το ότι, κατά τα φαινόμενα, κανένας «θεσμός», δεν θα επέμβει για να ελέγξει τις χρηματοδοτήσεις, παρά τον σάλο.
Είναι όμως και η απαλλαγή των καναλαρχών από τη δόση του 2020 για τις τηλεοπτικές άδειες, με τον κάθε ολιγάρχη να ελαφρύνεται με 3,5 εκατ. ευρώ και συνολικά 21 εκατ. χαμένα για τα δημόσια ταμεία. Είναι η ασυλία που έχει δοθεί σε τραπεζικά στελέχη για αναδιαρθρώσεις κόκκινων δανείων, ασυλία που απαγορεύει την αυτεπάγγελτη δίωξη από εισαγγελέα και «σπάει» μόνο αν η ρύθμιση καταγγελθεί από… την ίδια την τράπεζα. Ο κλάδος των ΜΜΕ μαστίζεται διαχρονικά από κόκκινα δάνεια και ευνοϊκές ρυθμίσεις στην εξυπηρέτησή τους. Είναι και το ότι στα κρυφά, επιχείρησαν να βάλουν αφερέγγυους εκδότες, με αρρύθμιστες οφειλές σε εργαζόμενους και ασφαλιστικά ταμεία, στο πρόγραμμα ενίσχυσης του Τύπου, το οποίο τελικά «αναβλήθηκε» μετά το φιάσκο με το «Μακελειό». Είναι και το ότι το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης παραδέχεται ότι δεν μπορεί να ελέγξει την πολιτική πολυφωνία στην παρουσίαση των ειδήσεων.
Είναι το αμαρτωλό ΚΕΕΛΠΝΟ πιο παλιά (για το οποίο μάθαμε πρόσφατα ότι ιστοσελίδες όπως velwnakaiklwsti.gr που χρηματοδοτήθηκαν ανήκουν στον εκδότη των «Παραπολιτικών», Κουρτάκη), οι επί δεκαετίες δωρεάν τηλεοπτικές άδειες, ο μνημονιακός Ειδικός Φόρος Τηλεόρασης που δεν εφαρμόστηκε σχεδόν ποτέ.
Υπάρχει όμως και η μεγαλύτερη εικόνα, πέρα από τα κονδύλια εκατομμυρίων και τα «λεφτόδενδρα». Γιατί το πρόβλημα είναι ότι τέτοιες χρηματοδοτήσεις – εξυπηρετήσεις, εκτός από τα ζητήματα διασπάθισης δημοσίου χρήματος που εγείρουν, στην πράξη έχουν πολλαπλάσια αξία. Η κυβέρνηση δεν δίνει απλά εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ σε ΜΜΕ εν μέσω πανδημίας. Η κυβέρνηση επενδύει αυτά τα κρατικά χρήματα, εξασφαλίζοντας τη θετική της προβολή. Πώς αποδεικνύεται αυτό; Με αλλεπάλληλες «συμπτώσεις».
Τα μέσα που λαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος στις χρηματοδοτήσεις είναι πιο πιθανό να «ενημερώσουν» το κοινό τους για το ενδυματολογικό στυλ της Μαρέβας Μητσοτάκη – Γκραμπόφσκι. Είναι πιο πιθανό να μην μπουν στον κόπο να διαβάσουν, τις νόμιμες παρακολουθήσεις της ΕΥΠ που μεταξύ άλλων εμπλέκουν πρώην υπουργό της ΝΔ σε υπόθεση παιδεραστίας, τα έγγραφα του FBI για τη Novartis με αναφορές σε πολιτικά πρόσωπα, κρατικούς αξιωματούχους και δημοσιογράφου, ή να διαστρεβλώσουν, παρέα με την κυβέρνηση, τον εξωδικαστικό συμβιβασμό της εταιρείας. Είναι επίσης πιο πιθανό να αποδεχθούν κάθε κυβερνητικό ψέμα, όπως το ότι η ελληνική οικονομία σημείωνε μεγάλη ανάπτυξη την περίοδο προ κορονοϊου, που υποστηρίζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, παρά το γεγονός ότι μια απλή ματιά στα σχετικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ τον διαψεύδουν. Είναι πιο πιθανό να μην δουν ποτέ τα δεκάδες βίντεο αστυνομικής αυθαιρεσίας του τελευταίου χρόνου, ή το ότι η Ελλάδα παραβίασε τα δικαιώματα των επιβατών με τα κουπόνια για τις μεταφορές, ή τον πρωτοφανή εμπαιγμό του Σκόιλ Ελικικού. Είναι ο λόγος που κινούμαστε, ειδικά τον τελευταίο χρόνο σε παράλληλες «πραγματικότητες». Αλλά και πιο παλιά. Είναι ο λόγος που την εβδομάδα του δημοψηφίσματος, περίπου τέτοιες μέρες πριν 5 χρόνια, έναν πρωτοφανή και εκτός ορίων πόλεμο προπαγάνδας.
H κυβέρνηση επηρεάζει τα ΜΜΕ, τα ΜΜΕ επηρεάζουν τους πολίτες, διαμορφώνοντας συνειδήσεις και ιδέες, οι πολίτες επηρεάζουν το ποιος θα αναλάβει ή θα παραμείνει στην εξουσία, μέσω της ψήφου τους και εν γένει της στάσης τους. Έχουμε λοιπόν ένα σκάνδαλο που ξεπερνάει το «πέταμα» 20 εκατ., ή την ασυνέπεια λόγων και πράξεων διαφόρων «αντικρατιστών», ή τις ιδεολογικές μας διαφορές με ανθρώπους που μπορεί να βλέπουν τα πράγματα πολύ διαφορετικά από εμάς, στο πάντα γόνιμο πεδίο της αντιπαράθεσης ιδεών και προτάσεων. Έχουμε ένα σκάνδαλο Δημοκρατίας.
Υ.Γ. Επί προσωπικού: Όπως έχουμε πει από την πρώτη στιγμή που δημοσιεύτηκε η επικοινωνιακή καμπάνια για την πανδημία το ThePressProject βάσει του καταστατικού του δεν δέχεται λεφτά από το κράτος. Ωστόσο, καθώς είμαστε κανονικά εγγεγραμμένοι στο μητρώο των ηλεκτρονικών δημοσιογραφικών μέσων θα περίμενε κανείς να υπάρχει κάποιου είδους πρόσκληση ενδιαφέροντος, την οποία φυσικά και θα απορρίπταμε. Επομένως, όπως και στην περίπτωση της εφημερίδας Documento έχουμε να κάνουμε ξεκάθαρα με αποκλεισμό.
Όταν ο κ. Πέτσας είχε κληθεί να απαντήσει για τον αποκλεισμό της εν λόγω εφημερίδας από την καμπάνια είχε υποστηρίξει ότι μέσα που χρησιμοποιούν και αναπαράγουν fake news δεν περιλαμβάνονται στη λίστα. Εκτός από το γεγονός ότι η ίδια η λίστα τον διαψεύδει, αυτό που δεν μπορεί να διαψευσθεί με τίποτα είναι ότι η κυβέρνηση και ο κ. Πέτσας αντιμετώπισαν το κρατικό χρήμα και την «ανάγκη ενίσχυσης του Τύπου» ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που διαχειρίζονται τη χώρα. Σαν το τσιφλίκι τους.