«Περίπου 30 άτομα επιτέθηκαν ξαφνικά, σύμφωνα με την ΕΛΑΣ, λίγο μετά τις 15:00, σε αστυνομικούς της ΔΙΑΣ που πραγματοποιούσαν ελέγχους για την αποτροπή διάδοσης του κορονοϊού, στο άλσος της Νέας Σμύρνης. Από την επίθεση τραυματίστηκε ελαφρά ένας αστυνομικός, ενώ έχουν γίνει, έως αυτή την ώρα, επτά προσαγωγές».
Με αυτό το λιτό τηλεγράφημα λιγότερων από 50 λέξεων, το Αθηναϊκό Πρακτορείο ανέλαβε νωρίς το απόγευμα της Κυριακής να μοιράσει την «διαρροή» της Ελληνικής Αστυνομίας στα μέσα ενημέρωσης για τα γεγονότα της πλατείας της Νέας Σμύρνης, με σύσσωμα τα συστημικά ΜΜΕ να σπεύδουν να την αναπαράξουν ως «ρεπορτάζ». Την ίδια ώρα, βίντεο από τα γεγονότα που έκαναν το γύρω του διαδικτύου, όχι απλώς αποδομούσαν κάθε λέξη από τα όσα αναφέρονταν, αλλά αποκάλυπταν εικόνες αστυνομικής βαρβαρότητας κατά πάντων στην πλατεία της περιοχής των νοτίων προαστίων.
Με απλά λόγια και βασιζόμενοι στα βίντεο και τις μαρτυρίες των αυτοπτών μαρτύρων, στη Νέα Σμύρνη είδαμε απλούς πολίτες, μία οικογένεια, να μπαίνει στο στόχαστρο αστυνομικής αυθαιρεσίας που επιχείρησαν να τους επιβάλλουν πρόστιμο επειδή κάθονταν σε παγκάκι. Άλλους απλούς πολίτες να διαμαρτύρονται ειρηνικά και σε χαμηλούς τόνους για την αυθαιρεσία, τα αστυνομικά όργανα να θίγονται και να τους επιτίθενται, καλώντας ενισχύσεις και πραγματοποιώντας ένα ακόμα όργιο αστυνομικής βίας μπροστά στα έντρομα μάτια άλλων απλών πολιτών, καθώς και μικρών παιδιών. Ένα περιστατικό που έλαβε χώρα μέρα μεσημέρι, καταγεγραμμένο σε αρκετά βίντεο, τόσο απόλυτο και καθαρό που ακόμα και τα τηλεοπτικά κανάλια και οι κυριακάτικοι λοχίες της μηντιακής blackwater δήλωσαν αδυναμία να το συγκαλύψουν, προσφέροντας σε όλους μας μοναδικές στιγμές… αμηχανίας και πτώσης από τα σύννεφα με την «πρωτοφανή» αστυνομική αλητεία κατά πολιτών, σε ζωντανή μετάδοση.
Μία από τις λεπτομέρειες να ήταν διαφορετική, ένας από τους περιγραφόμενους παράγοντες να εξέλειπε, σήμερα η συζήτηση θα ήταν διαφορετική. Εάν δεν ήταν 3 το μεσημέρι Κυριακής αλλά 8 το απόγευμα, εάν δεν ήταν στην πλατεία της Νέας Σμύρνης αλλά κάπου στη Δυτική Αττική, εάν δεν ήταν μια οικογένεια στο στόχαστρο αλλά μια παρέα νεαρών, εάν -φυσικά- οι αυτόπτες μάρτυρες δεν κατέγραφαν με τα κινητά τους τα γεγονότα και βασιζόμασταν μόνο στα αστυνομοκίνητα «ρεπορτάζ» τηλεοπτικών και ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης. Μία λεπτομέρεια εάν άλλαζε, η σημερινή συζήτηση θα μπορούσε να είναι και πάλι πολύ διαφορετική. Άλλωστε, το θράσος είναι τέτοιο που παρά τα παραπάνω, και πάλι γίνεται τεράστια προσπάθεια για να αλλάξει η συζήτηση.
Η δικογραφία που σχηματίστηκε κατά των προσαχθέντων περιλαμβάνει τον μισό ποινικό κώδικα, σε ένα αφήγημα που περιλαμβάνει τη νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ που είχε νωρίτερα μοιράσει φυλλάδια (τα γνωστά δολοφονικά «τρικάκια») με ένα από αυτά να χλευάζει τη μηντιακή γραμμή της «υπέρκομψης Μαρέβας», πολίτες που -τάχα μου- είχαν συμμετάσχει και σε «άλλα επεισόδια» και φυσικά σε πορείες υπέρ του αιτήματος Κουφοντίνα, πως κάποιοι από αυτούς επιχείρησαν να πάρουν το όπλο αστυνομικού (χωρίς κάτι τέτοιο να καταγράφεται σε κανένα βίντεο), έως και -επίσης φυσικά- αναφορές για στημένα επεισόδια από την αξιωματική αντιπολίτευση. Αναφορές για «προμελετημένο σχέδιο» σχεδόν εξωφρενικές, δεδομένου και πως μόλις το προηγούμενο βράδυ, ήταν η αστυνομία που πραγματοποίησε «επίδειξη δύναμης» στην άδεια πλατεία των Πετραλώνων αναστατώνοντας τους κατοίκους που τους παρακολουθούσαν αποσβολωμένοι από τα μπαλκόνια τους, με εικόνες που θυμίζουν επιχειρησιακή άσκηση.
Δύο «πλευρές», δύο «απόψεις για την πραγματικότητα», παρότι η ρημάδα είναι πάντα μόνο μία και πεισματάρα. Όχι τυχαία, στην σημερινή συγκυρία ο υπουργός αναγκάστηκε να κάνει μία δήλωση καταδίκης, χωρίς πολλές εξηγήσεις. Στο παρελθόν δεν είχε διστάσει να μιλήσει για «βιντεοσκοπικό ακτιβισμό» που «πολύ συχνά παράγει πολλές “ψεύτικες εικόνες”». Σήμερα δεν μίλησε για τέτοιες. Μιας όμως και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει καταφέρει να ανακαλύψει τη χρονομηχανή για να μας μεταφέρει στην δεκαετία του ’50, ας κάνουμε και εμείς ένα μικρό ταξίδι στον χρόνο, κάπου κοντινότερα.
Το τζόκερ, πριν την πανδημία
Αρχικά, ας θυμηθούμε πως η κυβέρνηση αυτή ανέλαβε αρκετούς μήνες πριν την πανδημία, με το ιστορικό «παρεξηγήσεων» και «ψεύτικων εικόνων» να ξεκινά από τα πρώτα της βήματα. Ήταν τον Οκτώβριο του 2019 που η είδηση της εισβολής ισχυρών αστυνομικών δυνάμεων σε κινηματογράφο για να συλλάβουν ανήλικους που παρακολουθούσαν την ταινία Τζόκερ γινόταν με δυσκολία πιστευτή, ακόμα και από την αντιπολίτευση. Η αντίδραση των συστημικών μέσων ενημέρωσης ήταν από τις πλέον αποκαλυπτικές μέχρι εκείνη τη στιγμή, και πάλι με πλήρη οικειοποίηση της «γραμμής της αστυνομίας», και πάλι με πολλαπλές αλλαγές επικοινωνιακής γραμμής από την κυβέρνηση και τα στελέχη της, και με το αφήγημα να καταλήγει που αλλού: στον ΣΥΡΙΖΑ!
Ο Νοέμβριος του ίδιου έτους ήταν από τους πλέον πολυάσχολους για το αστυνομικό ρεπορτάζ, είτε το πραγματικό, είτε αυτό της ωμής αναπαραγωγής των αστυνομικών πηγών. Τότε που μην προλαβαίνοντας να καταγράψουμε τα κρούσματα αστυνομικής βαρβαρότητας και αυθαιρεσίας μετρούσαμε την επίθεση των ΜΑΤ σε 20χρονη με γκλομπ και κλωτσιές, την επίθεση των ΜΑΤ στον δημοσιογράφο Μάριο Αραβαντινό την ώρα που μετέδιδε ζωντανά εικόνες αστυνομικής αυθαιρεσίας, τον ξυλοδαρμό, την βίαιη προσαγωγή και τη σύλληψη δύο μελών της διεθνιστικής οργάνωσης «Ξεκίνημα», με τους αστυνομικούς να φορτώνουν τον… μισό ποινικό κώδικα αφού πέρασαν από ένα «υπόγειο πάρκινγκ» της αστυνομίας, τον ξυλοδαρμό 18χρονου φοιτητή που βιντεοσκοπούσε τα επεισόδια εκείνων των ημερών. Κι ακόμα, η «απαγωγή» του φοιτητή, Γιάννη Παχάκη, από την Ασφάλεια, ο βασανισμός ενός πολίτη, του Λάμπρου Γούλα, κατά την αστυνομική επιχείρηση των ΜΑΤ και των ΟΠΚΕ στην πλατεία των Εξαρχείων, το βράδυ της Πέμπτης 7 Νοεμβρίου, η αστυνομική πολιορκία της ΑΣΟΕΕ με στόχο της σύλληψη εκατοντάδων φοιτητών -και τα σχέδια για επανάληψη του γνωστού ως «504» του Πολυτεχνείου του 1995- που ματαιώθηκαν από βουλευτές της αντιπολίτευσης που βρέθηκαν στο σημείο, οι επώνυμες καταγγελίες του ηθοποιού και σκηνοθέτη Γιώργου Χατζηγεωργίου και του βουλευτή του ΜέΡΑ25 Κλέωνα Γρηγοριάδη για αστυνομική βαρβαρότητα, η αναίτια προσαγωγή δύο μελών του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος. Αυτά μέσα σε διάστημα λίγων ημερών.
Κάπου εκεί ενδιάμεσα ήταν που αποκαλυπτόταν ολόγυμνη και εκτυφλωτική «Η πραγματικότητα της ροζ κουκούλας» και η απόλυτα συντονισμένη συνεργασία αστυνομίας και συστημικών μέσων ενημέρωσης αποκαλυπτόταν γυμνή μπροστά στα μάτια μας. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε τότε μόλις συμπληρώσει τέσσερις μήνες ζωής, και πριν ακόμα μπει στον πέμπτο, ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης θα εξαναγκαζόταν να εξαγγείλει τη σύσταση της Επιτροπής Αλιβιζάτου για την αστυνομική βία, πασχίζοντας να αντιμετωπίσει επικοινωνιακά τη σωρεία περιστατικών αστυνομικής βαρβαρότητας και αυθαιρεσίας. Μία Επιτροπή της οποίας το πόρισμα θα κρατούσε κρυφό επί έξι μήνες, απαξιώνοντας έπειτα πλήρως το περιεχόμενό της, το οποίο ήταν κόλαφος.
Εντελώς σημειολογικά, 20 ημέρες μετά τη σύσταση της Επιτροπής θα λάμβανε χώρα η εισβολή στο σπίτι του σκηνοθέτη Δημήτρη Ινδαρέ, ένα περιστατικό που θα επικαλούταν ο καθηγητής την επόμενη της Νέας Σμύρνης, καθώς αναγκάστηκε σήμερα να ομολογήσει πως «μετά το γνωστό περιστατικό στο Κουκάκι (υπόθεση Ινδαρέ) δεν υπήρξε κανένα ενδιαφέρον από πλευράς των αρμόδιων κρατικών αρχών να συνεχίσει το έργο της», θυμίζοντας πως η Επιτροπή «είχε προβεί σε σειρά συστάσεων, με πρώτη την ανάγκη απόδοσης ευθυνών σε παρεκτρεπόμενα αστυνομικά όργανα». Εδώ αξίζει μια αναφορά και στην ειρωνεία της τύχης, που έφερε τον καθηγητή Ν. Αλιβιζάτο να αρθρογραφεί στο φύλλο της Καθημερινής την Κυριακή, χαρακτηρίζοντας τους ισχυρισμούς περί αστυνομοκρατίας ως «αστειότητες», σε μία από τις πιο άκαιρες παρεμβάσεις του.
Όλα τα παραπάνω είχαν προλάβει να συμβούν πριν καν διανοηθεί οποιοσδήποτε το πως θα κυλούσε το 2020. Μάλιστα, κατά μία ακόμα τραγική ειρωνεία, δύο ημέρες πριν τον εντοπισμό του πρώτου κρούσματος κορονοϊού, στις 24 Φεβρουαρίου, θα ζούσαμε ένα ακόμα κρούσμα αστυνομικής αυθαιρεσίας και μηντιακής συγκάλυψης. Τότε που αστυνομικός με πολιτικά βρέθηκε να κραδαίνει το όπλο του μέσα στον προαύλιο χώρο της ΑΣΟΕΕ, με κανάλια και αστυνομία να πασχίζουν και τότε να καλύψουν τα γεγονότα με πολλαπλές επικοινωνιακές γραμμές. Αρχικά ένας απλός πολίτης «που καμία σχέση με την αστυνομία δεν έχει» που δέχθηκε επίθεση από νεαρούς, ακολούθως ένας αστυνομικός που μετά έγινε «ομάδα αστυνομικών που δέχθηκε επίθεση».
«Εμφανίστηκε ένας τύπος με πολιτικά και ένα κράνος και επειδή σε κάποιους φάνηκε περίεργος, τον ρώτησαν αν είναι από την Ασφάλεια. Εκείνος στην αρχή δεν απαντούσε, αλλά όταν οι φοιτητές επέμεναν να ρωτούν τους είπε: Ναι ρε είμαι, τι θέλετε;” και άρχισε να τρέχει. Ξαφνικά βγάζει το όπλο. Αρχίσαμε όλοι να φωνάζουμε και να τρέχουμε προς όλες τις κατευθύνσεις. Το κρατούσε και σημάδευε προς φοιτητές. Επικράτησε πανικός. Φωνάζαμε “Έχει όπλο”» μία από τις μαρτυρίες που δημοσιεύτηκαν αργότερα, ενώ ποτέ δεν λάβαμε ουσιαστικές εξηγήσεις από την αστυνομία και το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Λίγες ημέρες αργότερα, θα βλέπαμε και αστυνομικούς σε ρόλο χουλιγκαν στη Χίο να προχωρούν με πολιτικά και αστυνομικά κράνη σε πράξεις αντεκδίκησης κατά μερίδας κατοίκων, χωρίς και πάλι να μάθουμε εάν διεξήχθη κάποια εσωτερική έρευνα και που κατέληξε.
Το ΕΣΥ της προστασίας της κυβέρνησης
Και κάπως έτσι, μπήκαμε στην εποχή της πανδημίας και των μέτρων για την αποφυγή εξάπλωσης του κορονοϊού. Μετά, το πάγωμα του «Μένουμε Σπίτι» και τα πρώτα κρούσματα ασυδοσίας στα πρόστιμα κατά πολιτών, μετά το άνοιγμα, αρχίσαμε να επιστρέφουμε στην «κανονικότητα». Στοχοποίηση των νέων με επιθέσεις σε πλατείες και παρκάκια. Επίθεση με χημικά σε πολίτες στην πλατεία Αγίου Ιωάννου στην Αγία Παρασκευή, επίθεση στην πλατεία Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη με προσαγωγές και ξυλοδαρμούς στο σωρό, επίθεση στην πλατεία Καλλιθέας στην Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης, μερικές από τις επιτυχίες της αστυνομίας τις πρώτες ημέρες του Μαΐου. Όλες συνοδευόμενες από αντικρουόμενες αστυνομικές πληροφορίες που διαψεύδονταν αμέσως μετά από βίντεο και μαρτυρίες πολιτών.
Κατόπιν μιας μικρής ανάπαυλας του Ιουνίου, το νομοσχέδιο απαγόρευσης των διαδηλώσεων καταμεσής του καλοκαιριού ανεβάζει και πάλι το θερμόμετρο, με αποκορύφωμα τις δολοφονικές επιθέσεις της αστυνομίας όπου έπεσαν ακόμα και με μηχανές κατά των διαδηλωτών, στην μεγάλη κινητοποίηση κατά του νομοσχεδίου της 9ης Ιουλίου. Εκείνη την κινητοποίηση κατά την οποία ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη έβλεπε και μετέφερε στη Βουλή «1.000 άτομα που επιτέθηκαν εναντίον των αστυνομικών δυνάμεων και έριξαν 15 μολότοφ» παρότι προχώρησε μόλις σε 15 προσαγωγές και συλλήψεις, πασχίζοντας να δικαιολογήσει την υπέρμετρη αστυνομική βία. Λίγες ημέρες αργότερα, αντίστοιχο σκηνικό με επίθεση κατά αντιφασιστών που βρέθηκαν στο πλευρό των προσφύγων στην πλατεία Βικτωρίας, και πάλι με ρεσιτάλ αστυνομικής βαρβαρότητας και πλαστή παρουσίαση κάποιας «επίθεσης» που δεν αποτυπώθηκε στα βίντεο που δημοσιεύτηκαν, σε αντίθεση με τον ξυλοδαρμό και τις βίαιες συλλήψεις που τελικά καταγράφηκαν.
Λίγες μόλις ημέρες μετά τα παραπάνω γεγονότα θα μαθαίναμε για τον «αιφνίδιο θάνατο νεαρού ακτιβιστή» στον Βόλο, του Βασίλη Μάγγου. Του ανθρώπου που στα μέσα Ιουνίου θα γινόταν στόχος άγριου ξυλοδαρμού από αστυνομικούς έξω από τα δικαστήρια του Βόλου και σε δημόσια θέα, τόσο βαριά χτυπημένος που στη συνέχεια τον παράτησαν στον δρόμο και δεν τον συνέλαβαν καν, υπό τον φόβο των εξηγήσεων που θα έπρεπε να δώσουν σε διαφορετική περίπτωση. Σήμερα, οκτώ μήνες μετά τον θάνατο του Βασίλη Μάγγου, καμία ΕΔΕ και κανένα πόρισμα δεν έχει ανακοινωθεί, παρότι ο ίδιος ο υπουργός είχε σπεύσει να προδικάσει τα αποτελέσματα της ιατροδικαστικής έκθεσης για τα αίτια θανάτου του άτυχου νέου.
Ύστερα, ο Οκτώβριος. Το Εφετείο και η επίθεση της αστυνομίας στην μεγαλειώδη συγκέντρωση των χιλιάδων κόσμου που πανηγύριζε την καταδίκη των ναζί. Τότε που ο υπουργός δεν δίσταζε παρά το πλήθος των βίντεο -ακόμα και πανοραμικών- να ψευδολογήσει, υποστηρίζοντας πως η αστυνομία επιτέθηκε στους διαδηλωτές λίγα μόλις δευτερόλεπτα μετά το άκουσμα της καταδίκης των ναζί επειδή «από τις 20.000 που χειροκροτούσαν έξω από το Εφετείο, 600 την υποδέχθηκαν με 150 μολότοφ, πέτρες και φθορές σε 10 αυτοκίνητα της Αστυνομίας». Λίγες μόλις ημέρες πριν αποκαλυφθεί πως ο υπαρχηγός του Μιχαλολιάκου, Χρήστος Παππάς τους ξέφυγε, παρότι δεν υπήρχε «ούτε μία στο τρισεκατομμύριο» να συμβεί κάτι τέτοιο, παραμένοντας ασύλληπτος μέχρι και σήμερα.
Ο Νοέμβριος και ο Δεκέμβριος (και ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη) έδωσαν στον αρχηγό της αστυνομίας έναν πιο προωθημένο ρόλο, με την χουντικής έμπνευσης απαγόρευση συναθροίσεων άνω των τριών ατόμων, χωρίς καν την επιστημονική εισήγηση της Επιτροπής των λοιμωξιολόγων για την οποία άφηναν να εννοηθεί πως υπήρξε «συνδικαλιστές» της αστυνομίας και τηλεοπτικές εκπομπές. Πλήθος νομικών και συνταγματολόγων έχουν καταφερθεί εναντίον τα παραπάνω αποφάσεων, ενώ μένει να αποφανθεί το Συμβούλιο της Επικρατείας. Τις ίδιες ημέρες, επιθέσεις όπως σε πολίτες στον σταθμό Λαρίσης, στα Σεπόλια και αλλού με νέες εικόνες αστυνομικής βαρβαρότητας, αντιμετωπίστηκαν και πάλι με ένα όργιο «διαρροών» και «ρεπορτάζ» που διαφωνούσαν με τα βίντεο και τις μαρτυρίες των αυτοπτών μαρτύρων.
Έτσι φτάσαμε στους πρώτους μήνες του 2021, όπου πλέον η αστυνομία εξασκεί τα «δικαίωμά» της να διαλύει κάθε πιθανή συγκέντρωση στο όνομα της «μάχης κατά του κορονοϊού», επιτιθέμενη πότε σε συνδικαλιστές της υγείας ή της εστίασης, πότε σε φοιτητές, καθηγητές και ακαδημαϊκούς που διαμαρτύρονται για τη σύσταση της πανεπιστημιακής αστυνομίας, πότε στις κινητοποιήσεις αλληλεγγύης στον κρατούμενο απεργό πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα, ακόμα και πριν λάβει χώρα η όποια συγκέντρωση. Μία κατάσταση, ένα καθεστώς που όπως φαίνεται παραπάνω -και όπως έχει περιγράψει ευστοχότατα και ο Θάνος Καμήλαλης– δεν δημιουργήθηκε σε μία μέρα, ούτε σε μια νύχτα.
Στο ενδιάμεσο όλων των παραπάνω, μία σειρά από ενισχύσεις και μεθοδεύσεις αύξησης της εξουσίας της αστυνομίας σε κάθε πεδίο του δημοσίου διαλόγου και της δημόσιας ζωής. Από τους εκπροσώπους της αστυνομίας σε κάθε τηλεοπτικό πάνελ δημοσιογραφικής εκπομπής και την άκριτη αναπαραγωγή των «διαρροών» της αστυνομίας ως «ρεπορτάζ», μέχρι και τις τεράστιες ενισχύσεις σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Με χιλιάδες προσλήψεις ειδικών φρουρών «ταχείας εκπαίδευσης», με πολλούς από αυτούς να έχουν καταφέρει να εμπλακούν στο διάστημα αυτό σε σωρεία εγκληματικών υποθέσεων που ερευνώνται από τη δικαιοσύνη, με την αγορά νέων πολεμοφοδίων, οχημάτων και υλικοτεχνικού εξοπλισμού με την «αγορά του αιώνα» των 30 και πλέον εκατομμυρίων ευρώ, καθώς και με συνεχείς αγορές νέων οχημάτων.
Η μόνιμη και ποικιλότροπη προώθηση της αστυνομίας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, τόσο στον καιρό της πανδημίας όσο και πριν από αυτήν είναι τέτοια που εάν το ευφυολόγημα του Μ. Χρυσοχοΐδη για το «ΕΣΥ της προστασίας μας στην πανδημία» είχε τα παραμικρά ψήγματα ουσίας, το κόστος της μάχης κατά του κορονοϊού θα ήταν αναμφίβολα μικρότερο απ’ ότι είναι σήμερα. Μία αστυνομία που όχι μόνο δεν έχει συμβάλει με κανέναν τρόπο στον πόλεμο κατά του κορονοϊού, αλλά ενισχύεται συνεχώς με πρόσχημα την πανδημία. Και ένας υπουργός που κανένα αίτημα για την αποπομπή του δεν θα είναι αρκετό εάν δεν συνοδεύεται από ένα μεγαλύτερο, για την άμεση και ουσιαστική αποδυνάμωση της αστυνομίας, ένα ελληνικό «Defund the Police», σε συνδυασμό με τη θέσπιση ενός οργάνου εκτός αστυνομίας που θα την ελέγχει. Το είπαν εύγλωττα οι γονείς του Β. Μάγγου το περασμένο καλοκαίρι, πως «Δεν θέλουμε ένα κίνημα για το παιδί μας. Ένα κίνημα για την αστυνομική βία χρειαζόμαστε». Σε κάθε περίπτωση, εάν εδώ δεν τραβηχτεί μία κόκκινη, κοφτερή γραμμή, τα επόμενα βιντεοφωτογραφικά ντοκουμέντα που θα δημοσιευτούν στα κοινωνικά δίκτυα από πολίτες και θα ακυρώνουν το αφήγημα της αστυνομίας φλερτάρουν με το ενδεχόμενο να είναι παράνομα.
Όχι, ο παπαγάλος δεν ξεκουράζεται
Υπάρχει ένα ιστορικό και σπαρταριστό σκετς των Monthy Python, όπου ο αγαπημένος John Cleese αναγκάζεται να επιστρέψει στο κατάστημα του εξίσου αγαπημένου Michael Palin τον «Νορβηγικό Γαλάζιο», έναν ψόφιο παπαγάλο που του πούλησε ο ίδιος πριν από μία ώρα. Ο πελάτης Cleese παραπονιέται στον καταστηματάρχη Palin πως ο παπαγάλος είναι πεθαμένος, με τον δεύτερο να του απαντά πως δεν έχει πεθάνει αλλά ξεκουράζεται. Επιμένει ο πελάτης «είναι εντελώς ψόφιος», με τον καταστηματάρχη να του απαντά «όχι, είναι αποσβολωμένος», μετά να υποστηρίζει πως στον εν λόγω παπαγάλο αρέσει να ξαπλώνει ανάσκελα, με το σκετς να εκτυλίσσεται κάπως έτσι: ο πελάτης να επιμένει πως το ζωντανό που του πούλησε δεν είναι και τόσο ζωντανό, και τον καταστηματάρχη να τον φλομώνει στις παράλογες δικαιολογίες.
Δεν χρειάζεται πολύ φαντασία για να δει κάποιος τον υπουργό Χρυσοχοΐδη στον ρόλο του καταστηματάρχη και την αστυνομία του στον ρόλο του ψόφιου παπαγάλου. «Όχι, δεν μπουκάρισαν τα ΕΚΑΜ στο σινεμά για το Τζόκερ», «δεν ήταν φοιτητές αυτοί στην ΑΣΣΟΕ αλλά μπαχαλάκηδες», «αμυνόμενος προέταξε το υπηρεσιακό του όπλο ο ασφαλίτης μέσα στο προαύλιο της ΑΣΟΕΕ», «δεχθήκαμε τηλεφώνημα για μαχαίρωμα πολίτη στην Κυψέλη» πριν την εισβολή και τις συλλήψεις στον σωρό, «έπεσαν 150 μολότοφ» πριν τη διάλυση της μεγαλειώδους διαδήλωσης έξω από το Εφετείο κατά την καταδίκη των ναζί, «αστυνομικός του ΣΥΡΙΖΑ που απέτρεψε σύλληψη κουκουλοφόρου» στα επεισόδια του περσινού Ιουλίου κατά την κινητοποίηση εναντίον του νόμου για απαγόρευση των διαδηλώσεων, «ο Ινδαρές πήγε να αρπάξει το όπλο αστυνομικού και τα παιδιά του ήταν στη διπλανή κατάληψη» στα αίσχη που έγιναν στο Κουκάκι, «δεν είστε ο συνήγορος του πολίτη» όταν σε τηλεοπτικό δελτίο του ζήτησαν εξηγήσεις για τη βία στο ΑΠΘ, «δεν πέθανε από τα χτυπήματα της αστυνομίας ο Μάγγος».
Ένας υπουργός και η μηντιακή ουρά του που κάθε φορά που τους δείχνουμε τον ψόφιο παπαγάλο μας περιπαίζουν με ισχυρισμούς παράλογους, ακόμα και εξωφρενικούς, που έχουν καταφέρει μέσα σε διάστημα 20 μηνών διακυβέρνησης να παράξουν περισσότερα fake news από όσα όλος ο προεκλογικός στρατός των τρολ της σημερινής κυβέρνησης -καθότι πολλοί από αυτούς είναι πλέον απασχολημένοι σε γραφεία μετακλητών. Ψευδείς και παραποιημένες αναφορές που κάθε φορά διαχέονται στην μπλογκόσφαιρα -που κατά τα άλλα τόσο απεχθάνονται- δίνοντας τη μάχη των εντυπώσεων και της προπαγάνδας για την ανατροπή της πραγματικότητας, ακόμα και εάν υπάρχουν βίντεο και επώνυμες μαρτυρίες περί του αντιθέτου, πριν ακολούθως αναλάβουν επίσημα κυβερνητικά όργανα να την αναπαράξουν.
Μία κατάσταση που καθόλου καινούρια δεν είναι για όποιον έχει στοιχειώδη μνήμη ή είναι σε θέση να αναζητήσει πληροφορίες στο διαδίκτυο. Αντίστοιχη ήταν η διαστροφή της πραγματικότητας που ζήσαμε με τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου μέχρι τα βίντεο να αποδομήσουν το αφήγημα του «ληστή με τον πυροσβεστήρα» που διακινούσαν οι αστυνομικές πηγές. Αντίστοιχα, για λίγο μόνο, οι πληροφορίες της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα από τον Ρουπακιά και τους υπόλοιπους χρυσαυγίτες «για το ποδόσφαιρο», παρουσία αστυνομικών. Το ίδιο και με τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τον ειδικό φρουρό Κορκονέα, όταν αρχικά είδαμε παραποιημένο βίντεο στην προσπάθεια να υποστηριχθεί πως οι αστυνομικοί δέχθηκαν επίθεση. Ακόμα χειρότερα, παρόμοια κατάσταση αντιμετωπίσαμε στον ξυλοδαρμό του Αυγουστίνου Δημητρίου από οκτώ αστυνομικούς που υποστήριζαν πως τον άνθρωπο τον σακάτεψε μία ζαρντινιέρα. Άλλες εποχές, ίδιες ιστορίες, κοινή βάση. Κοινός παρονομαστής όλων αυτών, ένας υπουργός που διεκδικεί τον τίτλο του υπουργού με το μεγαλύτερο αποτύπωμα στην αστυνομία της χώρας από κάθε προκάτοχό του, και σίγουρα πλήθος υπηρεσιακών στελεχών που συνεχίζουν να ανελίσσονται, φέροντες όλοι ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση.
Όπως γνωρίζουν οι λάτρεις των Monthy Python, το σκετσάκι αγαπήθηκε τόσο πολύ που κατά τη διάρκεια της καριέρας τους υπήρξαν δύο εκδοχές του. Στην μία, ο καταστηματάρχης καταλήγει δηλώνοντας πως «δεν ήθελα να δουλέψω σε κατάστημα κατοικίδιων, ήθελα να γίνω ξυλοκόπος» και αποχωρεί από τη σκηνή. Στη δεύτερη παραπέμπει τον πελάτη στο κατάστημα κάποιας άλλης περιοχής, στο Bolton, όπου εμφανίζεται ο ίδιος φορώντας ένα μουστάκι να παριστάνει πως είναι κάποιος άλλος, τους δύο πρωταγωνιστές του σκετς να συμφωνούν πως αυτό που συμβαίνει είναι ανόητο, και τη σκηνή να τελειώνει σουρεαλιστικά με έναν αστυνομικό που εμφανίζεται κρατώντας ένα γκλομπ στο χέρι να μας ζητάει να πάμε παρακάτω.
Μέχρι τώρα έχουμε ζήσει επανειλημμένως μόνο τη δεύτερη εκδοχή του σκετς, αυτή που κάθε φορά που τελειώνουν τα επιχειρήματα, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα αστυνομικά γκλομπς. Καιρός να δούμε και τον υπουργό σε ρόλο ξυλοκόπου.